Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

  Αντίο λοιπόν, αγαπημένη μου Κ. Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα, αύριο θα 'χω αλλάξει, θα μαι μια άλλη, χωρίς εσένα πια. Θα ξανάρθεις όμως, ξέρω, και θα 'χω πάλι αλλάξει μα θα 'μαι πάντα η ίδια. Αντίο αγαπημένη μου Κ.. Αποχαιρετώ μαζί σου και τη μορφή μου όταν είμαι δίπλα σου, τη μορφή μου που πάντα αλλάζει όταν εμφανίζεσαι εσύ· αποκτά χρώμα, φως.. Τη μορφή μου που φωτίζεται από 'σενα και αλλάζει εξ' αιτίας σου. Θα σου ζητούσα να μην φύγεις μα δεν θα μ'ακούσεις, έτσι κι αλλιώς δεν φταις εσύ μα ο χρόνος, ο χρόνος που πάντα σε παίρνει μακριά μου.. Τα ξαναλέμε, αγαπημένη μου Κ. Όταν θα 'χω μεγαλώσει κι άλλο λίγο κι ίσως και να χω ξεχαστεί λιγάκι, μα θα εμφανιστείς εσύ με την παιδική σου σιλουέτα και μου θυμίσεις την σκιά μου,τη λίγο πιο κοντούλα, πιο αγνή, πιο αθώα, πιο ευτυχισμένη.. Θα μου χτυπήσεις την πόρτα και θα με τραβήξεις απ' το μανίκι και θα πεις, "Κοίτα! Ο ουρανός πήρε το χρώμα εκείνο πάλι!" κι εγώ αμέσως θα χαμογελάσω κι αυτό το χαμόγελο δεν θα σβήσει μέχρι να χαθείς ξανά. Αντίο σου, αγαπημένη μου Κ. Εις το επανηδείν. Και μην με ξεχάσεις.. Θα 'χω κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι και θα σου τραγουδάω, "Έλα επιτέλους και πες στη λύπη να μη χτυπάει την πόρτα μου πια.. Πες της απλά, έφυγε, λείπει.. Εδώ δε μένει κανένας πια.." 

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

  Έφευγα εκείνη τη μέρα. Ήτανε είκοσι Αυγούστου, το θυμάμαι καθαρά, σαν εχθές. Έφευγα, και του είχα πει να έρθει να με αποχαιρετίσει, μα εκείνος είχε αρνηθεί, γιατί δεν μπορούσε, λέει, τους αποχαιρετισμούς. Μου το πε έτσι: θα ρθω, είπε, να σε βοηθήσω με τις βαλίτσες κι ύστερα θα φύγω. Δεν θα σε δω να φεύγεις. Δεν δέχθηκα τη βοήθειά του,βέβαια, ήμουν -και είμαι- πολύ ανεξάρτητη.. Δεν σκέφτηκα κι εγώ η ανόητη πως αν ερχόταν για τις βαλίτσες θα τον έβλεπα ξανά! Πείσμα, με έκαψε αυτό το πείσμα της αυτονομίας, της κυριαρχίας του εαυτού μου. Έτσι λοιπόν φορτώθηκα με τα μπαγκάζια μου και πήγα στην προβλήτα. Έβγαλα εισιτήριο κι ύστερα, για πολλή ώρα, στεκόμουν και κοιτούσα το πλοίο χωρίς να κάνω το βήμα να μπω μέσα και να φύγω. Ένα βήμα με χώριζε απ' το πλοίο και δεν το έκανα. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα πόδια μου από εκείνα τα χώματα, εκείνο το μέρος που σήμαινε για 'μενα τόσα· όχι μόνο λόγω εκείνου, αλλά και για άλλους λόγους, κρυφούς. Κοιτούσα το πλοίο σπιθαμή προς σπιθαμή: τα σχοινιά του, την αρμύρα του, τους ναύτες του, τα λευκά και μπλε χρώματά του, τον καπετάνιο του που ίσα που φαινότανε μέσα απ' τα τζάμια στο δωμάτιο στο κατάστρωμα, τα τεράστια μπλε γράμματα που γράφανε ΠΟΣΕΙΔΩΝ.. Πού θα πάω, σκεφτόμουν, πού θα πάω; Ποια θα είμαι; Δεν θυμάμαι ποια ήμουν πριν, δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ. Πού θα πάω; Κι έπειτα, πότε θα γυρίσω; Κι αν έχουνε αλλάξει όλα όταν γυρίσω ξανά; Τι θα κάνω; Τα ρωτούσα αυτά και όταν ήμασταν μαζί το προηγούμενο βράδυ, κοιτάζαμε τις Περσίδες που πέφτανε απ' τον ουρανό, πλάι στη Σελήνη. Εκείνος τότε μου 'χε χαϊδέψει μια ιδέα τα μαλλιά και μου χε πει, μη φοβού. Όσα χρόνια και να περάσουνε, όσα πράγματα και ν' αλλάξουνε, ο ήλιος θα πέφτει πάντα με τον ίδιο τρόπο πίσω απ' τα βουνά· αυτό δεν γίνεται να στο στερήσουν. Κι έπειτα θ' ανατέλλει με τον ίδιο τρόπο μέσα απ' τη θάλασσα και θα λούζει το μέρος με τα φώτα του, θα ξυπνά πάντα το μέρος με τον ίδιο τρόπο. Και η Σελήνη, η Σελήνη θα κρέμεται πάντα απ' τον ουρανό όπως κρέμεται και τώρα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και τα λευκά της φώτα θα χορεύουν στην επιφάνεια της θάλασσας όπως χορεύουνε και τώρα. Μη φοβάσαι. Όλα πάντοτε θ' αλλάζουν και όλα ίδια θα μένουν.. Που να με πάρει, δεν μπορούσα να το κάνω εκείνο το βήμα. Δεν γινόταν να φύγω, δεν γινόταν. Κι εκείνος που χάθηκε, γιατί δεν ήρθε να μου πει αντίο; Ας έκανε πίσω, ας ερχόταν, να τον δω, μια φορά. Περνούσε όμως η ώρα και δεν φάνηκε, έτσι κι εγώ το πήρα απόφαση και είπα πως είναι καιρός να την κάνω, γιατί με περιμένει η άλλη μου ζωή, ο άλλος μου εαυτός που δεν θυμάμαι καν ποιος είναι και πρέπει να πάω να τον βρω. Το πήρα απόφαση, έπρεπε, δεν γινόταν να μείνω. Κι έκανα το βήμα μου και ανέβηκα στο πλοίο. Τρέμανε τα πόδια μου. Γύρισα και κοίταξα για μια τελευταία φορά την άδεια προβλήτα και ψιθύρισα ένα αντίο. Ανέβηκα στο κατάστρωμα με τις βαλίτσες στο χέρι, ύστερα τις παράτησα σε μια γωνιά, σκαρφάλωσα στην πλώρη και κρέμασα τα πόδια μου απ' έξω. Κι έτσι όπως είχα τα πόδια μου να κρέμονται απ' τον αέρα και χάζευα τον τόπο εκείνο, έριξα μια τελευταία κλεφτή ματιά στην προβλήτα..Ήταν εκεί. Αναθάρρησα, γεμίσανε τα μάτια μου με δάκρυα. Τον κοίταξα, ανταπέδωσε· είμαι σίγουρη, αν και το πλοίο είχε απομακρυνθεί και η απόσταση ήταν μεγάλη. Ύστερα σήκωσε το δεξί του χέρι κι έβγαλε το καπετάνικο καπέλο του και το κράτησε στον αέρα, χωρίς να το κουνήσει. Κι ήξερα έτσι πως μ' αυτή του την κίνηση δεν μου έλεγε ούτε αντίο, ούτε μου έστελνε την αγάπη του, ούτε κανένα του συναίσθημα. Μου πρόσφερε ό,τι πιο πολύτιμο είχε από όλα αυτά· τον σεβασμό του. Αντίο, ψιθύρισα ξανά. Αντίο, πατέρα. 

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

ο πόνος που δεν γίνεται δάκρυ, γίνεται οργή

 Άντε γαμήσου για όλες τις φορές που μ' έκανες να νιώσω δείγμα, που τσάμπα μ' έντυνες σ' αυτή τη γαμημένη αλήθεια, πως είμαι τ' αλήτικο ποίημα κι ο κόσμος πεζός και πράος, ότι μπορεί να υπάρξει γυναίκα ν' αγαπήσει αυτό το χάος.. 

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Μία είναι η φύση της ημέρας και της νύχτας. Ανήφορος και κατήφορος είναι ο ίδιος δρόμος..

  Κάπου εκεί άλλαξα κι εγώ, κάποτε. Γιατί η νύχτα είναι μεγάλη ξεμυαλίστρα και δεν σ' αφήνει να κάτσεις σε χλωρό κλαρί. Σε ξεσηκώνει να βγεις να γνωρίσεις το άγνωστο, να μπεις σ' αυτή τη διαδικασία "της κόλασης" που λένε οι άλλοι, όταν οι ίδιοι νομίζουνε πως βρίσκονται στον Παράδεισο Αμαρουσίου.(Γέλια.) Βρίσκονται στον Παράδεισο, αλλά το βράδυ θέλουνε να σαλτάρουνε από τη μάντρα και να βρεθούνε στην από 'δω μεριά. Έτσι είναι.. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι αλλάζουνε σκιά τη νύχτα; Άπειροι.. 

  "Ωραίο το φουστάνι σου, Γιώργο μου" του Βασίλη Καββάθα. 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

  Απλώνει τα χέρια της εκείνη, απλώνει τα χέρια του κι εκείνος, ν΄αγγίξει τις παλάμες της, να τη νιώσει. Έχουν ανοίξει τις αγκαλιές τους και οι δυο και περιμένουν να ενωθούν· τους χωρίζουν μονάχα τρία βήματα δρόμος, τρία βήματα μόνο, τρία. Τρία και για εκείνους φαίνεται μια αιωνιότητα, το νιώθω κι εγώ ακόμη κι αν απουσιάζω, είμαι μια τρίτη σ' αυτήν την πολύ προσωπική στιγμή. Κάνει λοιπόν αυτή το πρώτο βήμα μα εκείνος δεν κινείται, την περιμένει, με τα χέρια απλωμένα, περιμένει να 'ρθει να τον αγγίξει. Περίμενε καιρό και φαίνεται, εγώ τουλάχιστον το βλέπω, περίμενε καιρό, τρέμουν τα χέρια του, το βλέπω, βουρκώνουνε τα μάτια του, το βλέπω. Ανατριχιάζει. Το βλέπω. Τα βλέπω όλα. Κι εκείνη χορεύει όσο τον πλησιάζει, χορεύει μέσα της, το ξέρω, είμαι σίγουρη. Παίρνω όρκο, μέσα της χορεύει. Κάνει το δεύτερο βήμα. Περιμένει εκείνος. Χέρια ανοιχτά, μάτια βουρκωμένα. Μου 'χες πει πως θα ρθεις και ήρθες. Ήρθες. Σε περίμενα κι ήρθες. Ήρθες. Ένα βήμα ακόμα και σ'αγγίζω, ήρθες. Κάνει και το τρίτο βήμα, είναι στη διαδικασία δηλαδή, να σύρει το δεξί πόδι, ύστερα να σύρει τ' άλλο και να πέσει κατευθείαν στην αγκαλιά του, να τον νιώσει επιτέλους γύρω της, ολόγυρα, και μέσα κι έξω και δεξιά και αριστερά της, αυτόν, τη μυρωδιά του, τη φωνή του. Κι ας είναι ο πατέρας της ή ο αδερφός της ή ο καλύτερός της φίλος ή ο γκόμενός της ή και ο σκύλος της στην τελική, δεν με νοιάζει η σχέση που τους δένει, γι' αυτό να μην νοιάζει ούτε εσάς· με νοιάζει η ένταση, το συναίσθημα που σχεδόν βλέπω να διαπερνά και τους δυο. Με νοιάζει η ανατριχίλα στο δέρμα του, τα δάκρυα στα μάτια του, ο χορός μέσα της. Στη διαδικασία, που λέτε, του τρίτου βήματος, εκεί βρίσκεται, στο κρίσιμο λεπτό· μια στιγμή πριν τον παράδεισο. Μια στιγμή. Και θα ναι μέρος ο ένας του άλλου, θα αλληλοσυμπληρώνονται, το είχατε ποτέ αυτό; Εκεί, στη διαδικασία του τρίτου βήματος, στο τσακ να τ' αποκτήσει, αυτό που ποθεί, και να, να, μόλις που αγγίζονται, αγγίζονται σας λέω, την έφτασε, αγγίζονται τα χέρια τους, και τώρα την πιάνει, πέφτει στην αγκαλιά του αυτή, την πιάνει αυτός και την σηκώνει στον αέρα, ψηλά, στον αέρα, χορεύουν, δεν σας το πα; Τη σηκώνει ψηλά στον αέρα και την κάνει ένα κύκλο, ένα κύκλο στον αέρα. Χορέυουνε, σας το πα. Χορεύουνε. Μα όπως την σηκώνει σκοντάφτει και πέφτουνε, αυτός στον πεζόδρομο και αυτή κατρακυλά πίσω στο δρόμο, εκεί που δεν θα 'πρεπε να είναι· και ο οδηγός εκείνου του φορτηγού δεν προλαβαίνει να φρενάρει.. Κόρνες, ουρλιαχτά, πόνος.. Πόνος.. Πέφτει εκείνος στα γόνατα και κρύβει το πρόσωπο.. Βοήθεια, βοήθεια.. Φωνάζει ένα όνομα, δεν θα το πω όμως, δεν θα το πω. Βοήθεια, βοήθεια, η.. Βοήθεια.. Μην μου την παίρνεις τώρα που τη βρήκα, όχι τώρα που την βρήκα.. Όχι και αυτήν ρε μαλάκα.. Όλα τα πήρες, όχι κι αυτήν.. Σε ποιον μιλάει; Δεν ξέρω. Είναι πεσμένος στα γόνατα και ουρλιάζει. Θα θελα να του πω, σήκω ρε μαλάκα, σήκω, σήκω και τρέχα να δεις αν είναι ζωντανή, σήκω, μην πέφτεις στα γόνατα, τρέχα να δεις αν χτυπά ακόμα η καρδιά της να πας να της πεις έστω κάτι, μια λέξη, κάτι.. Σήκω.. Αλλά πού· δεν θέλω να περιγράψω τη σκηνή μα φαινότανε, δεν ζούσε η κοπέλα, την έφαγε ο φορτηγατζής.. Πεσμένος ο άλλος στα γόνατα κι ακόμα να φωνάζει, όχι ρε μαλάκα, όχι και αυτήν, γαμώ το στανιό μου.. Όχι και αυτήν.. Κι έπειτα σηκώνεται και τρέχει προς το δρόμο αλλά ποτέ δεν έμαθα για πού ακριβώς, για εκείνη; Για να φτάσει κι αυτός στον πάτο κάποιου αμαξιού; Ζουλιγμένος στο δρόμο; Για να περάσει και να γυρίσει σπίτι του; Για να φύγει γι' αλλού; Δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, γιατί εκεί που αυτός έτρεξε προς το δρόμο η σκηνή κόπηκε, μιας κι εγώ τα 'βλεπα όλα απ' το κλειστό τζάμι του ασημένιου ταξί που με πήγαινε στη βόλτα μου. Σταματημένοι στο φανάρι ήμασταν και τα 'βλεπα. Άναψε το πράσινο και στρίψαμε, κόπηκε η σκηνή. Στρίψαμε στο στενάκι και η ζωή μου συνεχίστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, γιατί εγώ όλα τα 'βλεπα πίσω απ' το τζαμάκι του ασημένιου ταξί, ασφαλής, απούσα. Μόνη. Και ήταν τρία μόνο, τρία βήματα. Τρία γαμημένα βήματα. Ο ενθουσιασμός τους έφαγε, ο πόθος. Το πάθος.