Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Στον Π

 Είδα ξανά τον Παυλή να περπατάει ανάμεσα στον όχλο που ήταν περίεργα στοιβαγμένος σε μια άτακτη τάξη, αηδιαστική, ακολουθώντας το γνωστό αηδιαστικό βηματισμό, στο γνωστό αηδιαστικό ρυθμό· αυτόν που παλιά θυμόμουν άκουγε και κάλυπτε τ' αυτιά του με τα χέρια του, να μην ακούει. Τον είδα λοιπόν, εκεί που δεν περίμενα ποτέ να τον δω, και αναρίγησε ολόκληρο το είναι και το σώμα μου στη θέα του. Ξεχώριζε όμως, ακόμα κι όταν προχωρούσε ίδιος ανάμεσα στους ίδιους, ο Παυλής μου ξεχώριζε· το λευκό ασιδέρωτο πουκάμισό του που του ήταν γύρω στα δυο νούμερα μεγαλύτερο- σίγουρα δανεικό από κανένα μεσήλικα συγγενή, ο Παυλής δεν φόραγε πουκάμισα ούτε γι' αστείο- το τρύπιο μπλουτζίν του που τού 'χε περάσει παραμάνες για να μην φαίνονται οι τρύπες,τ' ατημέλητα μαλλιά του, τα ολοφώτεινα μάτια του.. Κι όλα αυτά χυμένα ανάμεσα στους προσεγμένους νεαρούς με τα λευκά πουκάμισα ζωσμένα μέσα απ' το παντελόνι, τα γυαλιστερά παπούτσια (αντί για γυαλιστερά μάτια) και τα μαλλιά περιποιημένα με ζελέ και χτένα, μην πετάει ούτε μια τρίχα ούτε μια ιδέα απ' το κεφάλι. Ντουμ, ντουμ, ντουμ, ντουμ, να παρελαύνουν οι νεαροί μπροστά στον άξεστο κόσμο, κι ο Παυλής ανάμεσά τους, να καταπιέζει την προσωπικότητά του που έχει φτερά και πετά σ' όλη την πόλη μέσα στο κουτί εκείνο που συμπιέσανε το είναι του για ένα καψόνι.. Τι έκανε εκεί ο Παυλής; Μ' απειλήσανε, μου 'χε γράψει. Μ' απειλήσανε πως αν δεν πάω θα μ' απολύσουνε. Δεν μπορώ να μ' απολύσουνε. Υποτάχθηκες, Παυλή, του είχα πει, μ' απογοήτευση. Υποτάχθηκες.
  Χώθηκα λοιπόν κι εγώ ανάμεσα στον κόσμο κι άρχισα να σπρώχνω μια από 'δω, μια από 'κει, να περάσω τον όχλο και να βρεθώ κι εγώ ανάμεσα στους λευκογάλανους ανθρώπους. Κάντε πέρα, μαντάμ, πρέπει να περάσω, κάντε πέρα, πλιζ, κάντε πέρα! Μ' απαντούσανε αυτοί, πού πας κοπελιά; Πού πας; Στάσου κοπελιά, ουστ κοπελιά, φύγε κοπελιά. Σάλτα και στο διάολο, δεν με σταματάει κανείς, είν' ο Παυλής εκεί, πρέπει να πάω να τον πάρω από κει!
  Και ΓΡΑΠ! Μ' αρπάζει απ' το μπράτσο ένας μπάτσος. Παρακαλώ, σερ. Δεν μπορείς να περάσεις από 'δω, κοπελιά. Είναι παρέλαση. Μα κι εγώ να παρελάσω θέλω, σερ. Δεν είσαι κατάλληλα ντυμένη, κοπελιά. Ω, μα, χέστε με, σερ- και δίνω ένα σάλτο και ξεφεύγω απ' τα χέρια του, βάζω φτερά στα πόδια μου και τρέχω προς τον Παυλή. Σιγά καλέ! Σιγά! Ώπα! Πρόσεχε μωρέ πού πατάς! Καλύτερα το 'χεις να σκοντάψεις πάνω μου και να χτυπήσουμε παρά να χαλάσεις το βηματισμό; 
 Εδώ θα 'θελα να κάνουμε μια παύση και να γίνουμε πουλιά που πετάνε πάνω απ' το κέντρο της πόλης και χαζεύουνε εμάς · χαζεύουνε δηλαδή τους ανθρώπους- πρόβατα που περπατάνε στις ομοιόμορφες στολές τους με τον ίδιο βηματισμό, κι εμένα να σπρώχνω μια από 'δω, μια από 'κει, και να τρέχω αντίθετα στο ρεύμα, μία χρωματιστή κουκκιδίτσα ανάμεσα στις σωστά στοιβαγμένες γαλανόλευκες κουκκιδίτσες, με τους μπασκίνες να φωνάζουν πως χαλάω το θέαμα, χαλάω την παρέλαση, και πιάστε την, πιάστε την, και λόγω εμένα μέχρι και η μπάντα του δήμου να 'χει χάσει τις νότες της και να παίζει άλλα αντί άλλων. Σαββόπουλο παίξτε! Σαββόπουλο Φωνάζω με την ψυχή στο στόμα. Την Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ! Στα πλαϊνά ο κόσμος να κραυγάζει, άλλοι μ' αηδιά, άλλοι γελώντας, άλλοι να βωμολοχούν εις βάρος αυτού του απολίτιστου κοριτσιού που χώθηκε μες στην παρέλαση- και τα ρούχα της, τα είδατε τα ρούχα της; Τα χρώματα, τα είδατε τα προκλητικά τα χρώματα; Και στο βάθος, λίγα μέτρα πιο πέρα από 'μενα, τον Παυλή να ξεχωρίζει με τα όλα του· ακόμα κι από 'κει πάνω ξεχωρίζει ο Παυλής. Πάντα. 
  Πιάστε την! Πιάστε την! Φωνάζουνε οι μπάτσοι πίσω στη γη, στο έδαφος, και οι νεαροί από εδώ κι από 'κει σκάνε στα γέλια με το θέαμα, άλλοι προσπαθούνε μάταια να μ' αποφύγουνε που έχω φέρει το χάος στον αηδιαστικό ρυθμό τους. Σταματάω και πιάνω απ' τη μέση τον πρώτο σημαιοφόρο που συναντάω και το ρίχνουμε στο σουίνγκ- μόνο εγώ χορεύω δηλαδή, αυτός μου πετάει τα χέρια μακριά και τρέχει να σώσει την σημαία του που πέφτει απ' τη ζώνη και σχεδόν τραυματίζει τους μπροστινούς, που ευτυχώς προλάβανε και φύγανε απ' τη μέση. Δεν ήθελα ο χορός μου να πληγώσει κανέναν. 
  Αν υπήρχε τρόπος να προσθέσω μουσική υπόκρουση σ' αυτήν την παράκρουση θα ήταν το "Θα σου Κλέψω το Σακάκι" το Άσιμου. 
  Ρε πιάστε την! Πιάστε την! Στο παρατσάκ γλιτώνω απ' τα χέρια ενός με καπέλο και μπλε στολή. Μα σερ, εγώ δίνω ζωή στις νεκρές γιορτές σας και 'σεις με κυνηγάτε; Ο Παυλής τώρα απέχει μόνο δυο μέτρα απόσταση από 'μένα. Παυλή! Βροντοφωνάζω και πέφτω πάνω του με την αγκαλιά μου ορθάνοιχτη. Με σηκώνει εκείνος με τα χέρια του και με κάνει μια στροφή, στη μέση του δρόμου, στη μέση της παρέλασης· η αγκαλιά μας χωρίζει στα δύο τους γαλανόλευκους νεαρούς που συνεχίζουν ακάθεκτοι τον ψόφιο τους ρυθμό.  Μ' αφήνει κάτω μ' ένα γλυκό χαμόγελο που μεταδίδεται σ' εμένα σε χρόνο μηδέν. "Παυλή" του λέω, κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια -βαθιά, πολύ βαθιά- "ξέχασες το μαντήλι σου", και βγάζω απ' την τσέπη μου ένα κόκκινο μαντήλι και του το φοράω στο πρόσωπο, να του καλύπτει τα χαρακτηριστικά, απ' τη μύτη και κάτω. 
  Γελάει. "Δεν το ξέχασα" μ' απαντάει, και απ' την τσέπη του πουκάμισου βγάζει το δικό του μαύρο μαντήλι και το φοράει σ' εμένα με τον ίδιο τρόπο· τα δάχτυλά του χαϊδεύουν τα μαλλιά μου στη διαδικασία. "Δεν το ξέχασα καθόλου". 
   Κι έτσι με τα μαντήλια μας στο πρόσωπο βάλαμε φωτιά σ' όλες τις φασιστικές ιδέες που λερώνανε την πόλη μας μ' ασχήμια. Έτσι με τα μαντήλια μας μάς βρήκε η αυγή, ολόγυμνους πέρα απ' τα μαντήλια. Μα όταν φάνηκε ο ήλιος ολόκληρος πάνω απ' την πόλη, εκείνος είχε ήδη χαθεί. Και ίσως τον ξαναδώ, ίσως όχι· σε καμιά επέτειο, σε κανένα πόλεμο. Σε καμιά έκρηξη ζωής. Όταν όλα τα πόδια αυτής της σάπιας πολιτείας θυμηθούν ξανά πώς χορεύεται το σουίνγκ. 
  Όταν τα τανκ βάλουνε όπισθεν και διασχίσουν τα ίσα πίσω. 

  Ανυπότακτος είσαι Παυλή. Ανυπότακτος. 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

  Γέννησα ένα πόθο κι αυτός γέννησε ένα πόθο κι αυτός γέννησε ένα πόθο κι αυτός γέννησε ένα πόθο και ξαφνικά γεμίσαμε πόθους, μπάζουμε πόθους από παντού, από τα παράθυρα, από τις πόρτες, από τις κλειδαρότρυπες, από τις χαραμάδες των ξεφτισμένων μας κουφωμάτων, από τα κούφια πατώματα, από παντού σας λέω, μπάζει πόθους το δωμάτιο. Όλο αυξάνεται ο αριθμός των πόθων αλλά το δωμάτιο δεν διαστέλλεται και δεν υπάρχει εδώ και κάνας τρόπος να το σκάσουμε, οπότε όπου να 'ναι να το ξέρετε, θα σκάσουμε όλοι. Θα πνιγούμε στους πολλούς πόθους. Να το ξέρετε. Εγώ όμως δεν είμαι διόλου δυστυχισμένη - το αντίθετο μάλιστα- κι αυτό επειδή έχω φτάσει στο αμήν, στο ζενίθ, στο αποκορύφωμα. Στα δευτερόλεπτα της κορύφωσης, κι όπου να 'ναι αναμένω το μεγάλο κρότο που θα επέλθει της έκρηξης. Και μαντέψτε τι θα γεννήσει αυτή η έκρηξη:.. άλλο ένα πόθο! Νιώθω την απόλυτη έκσταση του να μην μπορώ να 'μαι πια δυστυχισμένη  όσος πόνος και να περνά από πάνω μου και να λιώνει τα κόκαλά μου όπως τα τανκ έκαναν στον Παυλή στο κείμενο του Σεφέρη. ("Γιατί ο Παυλής έχει γερά, μεγάλα κόκαλα που κάνουνε τα τανκ σας να πηδάνε στον αέρα!")

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ειρωνικόν

 Η ανάμνηση της ευτυχίας κόβει βόλτες στο κεφάλι μου, περιφέρεται από 'δω κι από κει και χαζεύει βιτρίνες. Τη ρωτάω πότε- πότε πώς τα πάει. Τι κάνει. Μου λέει, εδώ μωρέ, ξεθωριάζω όσο περνάει ο καιρός. Κρίμα, της λέω. Κρίμα, μου λέει κι εκείνη· έπειτα σκύβει το κεφάλι, κάνει μεταβολή και φεύγει μακριά μου. Κρίμα, της λέω ξανά, ενώ φεύγει. Ναι, ναι, κρίμα, πολύ κρίμα, συμφωνεί κι αυτή, χωρίς όμως ν' αλλάζει την πορεία της. Κι έτσι πέρα απ' το θρήνο μας μένουμε και οι δυο αδρανείς. Της το 'πα κι αυτό. Όλο κρίμα κρίμα λέμε, της λέω, και δεν κάνουμε τίποτα να τ' αλλάξουμε. Ναι, μου λέει, τίποτα δεν κάνουμε. Κρίμα, λέω. Κρίμα, αποκρίνεται αυτή γι' άλλη μια αηδιαστική φορά. Πολύ κρίμα. 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Δεν ξέρω πώς συμβαίνει.

  Δύο μαχαιριές, έτσι, δύο μαχαιριές που με κόψανε στα δύο, ΧΣΣΣ, ΧΣΣΣ. Απλά πράγματα. Και ήμουνα νεκρή, και νεκρά τα μάτια μου κοιτούσανε εσένα και περιμένανε εσένα να ρθεις να κολλήσεις ξανά τα κομμάτια μεταξύ τους. Μόνο που δεν ήρθες. Δεν ήρθες. Ε, κι εγώ έμεινα εκεί, σαν περιτύλιγμα παιδικού δώρου που το πετάξανε στην άκρη ολόσκιστο σαν σκουπίδι, να αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Ν' αναρωτιέμαι αν ήμουν όντως απλά ένα περιτύλιγμα παιδικού δώρου. Αν όλος αυτός ενθουσιασμός δεν προοριζόταν σ' εμένα αλλά σ' αυτό που έκρυβα. Αν άξιζε να διαλυθώ για να φανεί αυτό. Και το αίμα να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει.. Να κολυμπάω στην πορφυρή λίμνη των πόθων μου. Κι έτσι ξάφνου, εκεί που σε κοίταγα και περίμενα πώς και πώς να 'ρθεις, σκέφτηκα πόσο χαρούμενος θα 'σαι εκεί που είσαι. Πόσο χαρούμενος θα 'σαι που έχεις αυτό που έχεις. Και ήμουν χαρούμενη· αν και αυτό που ποθούσες δεν ήμουν εγώ, αν και η πηγή της ευτυχίας σου δεν ήμουν εγώ, χαμογελούσα γιατί ήσουν ευτυχισμένος. Ήμουν ευτυχισμένη μέσα από τη δική σου ευτυχία, απ' αυτήν έπινα και ξεδιψούσα τον αποξηραμένο λαιμό μου. Κι έτσι πέθανα· βουτηγμένη στην πορφυρή λίμνη των πόθων μου, ενώ τα χείλη μου ήταν ακόμη λεκιασμένα με την ευτυχία σου. Κάπως έτσι: γυμνή από έρωτα, πνιγμένη σε μια θάλασσα από πόθους, κλέβοντας τζούρες χαράς από μια χαρά που δεν μ'άνηκε. Αμαρτωλή. Ευτυχής, λυπημένη και πότης. 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Just couldn't tie me down

   Τις τελευταίες τέσσερις ώρες παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου. Η μισή εγώ μετράει μέχρι το δέκα και η άλλη μισή τρέχει να κρυφτεί. Το πρώτο μου μισό όμως πάντα είναι πιο έξυπνο και πάντα το βρίσκει το δεύτερο, και πάντα σμίγουν για λίγο κι αποκαλύπτεται το μυστικό μου, μα έπειτα το ρίχνουν ξανά στο παιχνίδι και να σου πάλι απ' την αρχή, πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε, φτου και βγαίνω. Αυτό εδώ και τέσσερις ώρες. Ή μήπως τέσσερις μέρες; Ή τέσσερις εβδομάδες; Μήπως ήταν παραπάνω; Μήπως τέσσερις μήνες; Τέσσερα χρόνια; Πόσο πέρασε στ' αλήθεια απ' την τελευταία φορά που μ' άγγιξες; Γιατί εμένα τώρα μου φαίνεται αιώνας, μα πάω στοίχημα πως δεν ήταν και τόσο μακριά. Και να σου τώρα, μετά απ' αυτήν την σκέψη, τη μισή σκέψη, την ανολοκλήρωτη, το ρίχνουν πάλι στο κρυφτό τα δύο μου μισά. Τις ρωτάω λοιπόν εγώ, δεν κουράστηκαν να παίζουν; Μου λένε κι οι δυο όχι. Λέω, εγώ κουράστηκα, όμως. Κουράστηκα να σας βλέπω να τρέχετε πάνω κάτω στο κεφάλι μου και να γέρνει αυτό ανάλογα το ποια κερδίζει, να γέρνει σαν το ασημένιο κουτάλι στο χέρι της Μαριλούς. Μια στ' αριστερά και μια στα δεξιά, μια στο ένα μισό και μια στ' άλλο μισό. Μια στον πόθο, μια στη λογική. Να τρέχουνε πάνω κάτω σαν τα μαλακισμένα και να τα μπλέκουν όλα μεταξύ τους, όλα, να παρασέρνουνε φωτιστικά, καναπέδες, γυαλικά, να τα παίρνουνε όλα σβάρνα και να τα μπλέκουν πάνω κάτω· σε όλους τους τομείς. Κουράστηκα, λοιπόν, παίδες, οπότε σας προτείνω ετούτο, τους λέω: να πάει η μία να κρυφτεί, αλλά η άλλη να μην την ψάξει. Να παρατήσει το παιχνίδι στη μέση και να μείνει η μια κρυμμένη και η άλλη να περιπλανιέται ελεύθερη. Ας αφήσουμε το ένα μισό ν' αραχνιάσει, να σαπίσει, δεν πειράζει, καλύτερα, καλύτερα να τελειώνουμε μ' αυτό. Αφού, έτσι κι αλλιώς, τους λέω, δεν γίνεται να συνυπάρξετε. Γιατί δεν κρύβεστε η μια απ' την άλλη; 
  Γνέφουν και οι δυο, περιέργως, στην πρότασή μου·"Ναι, ας κρυφτούμε" λένε κι έπειτα κάθονται απέναντι η μια απ' την άλλη και κοιτιούνται σαν ηλίθιες. Κοιτάζω και 'γω, σαν χάνος." Άιντε" λέω. "Κρυφτείτε". Γνέφουνε ξανά. "Ναι, ας κρυφτούμε". Καμιά όμως δεν κάνει το πρώτο βήμα. "Λοιπόν" λέω, "θα μετρήσω μέχρι το 3 κι έπειτα θα γυρίσετε κι οι δυο πλάτη η μια στην άλλη και θα προχωρήσετε. Εντάξει;" "Εντάξει." και γνέφουνε και οι δυο την ίδια στιγμή. Τρία,δύο.. 
  Στο ένα γυρνάνε πλάτη και κάνουν αργά και σταθερά βήματα, αυξάνοντας όσο πάει την απόσταση μεταξύ τους. Άντε μπράβο, ψιθυρίζω εγώ. Άιντε μπράβο, να τελειώνουμε. Άιντε να κόβει αυτή η ταλαιπωρία. Μα πάνω που πάω να ξεφυσήξω από ανακούφιση, μιλάμε όπως πάνω σε ακριβώς αυτό το δευτερόλεπτο, το λογικό μισό μου γυρνά, κάνει μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και βρίσκεται να κοιτάζει την πλάτη του άλλου μισού, εν αγνοία του. Τρέχει καταπάνω του με ταχύτητα τέτοια που εγώ ίσα που βλέπω τη σιλουέτα της να κινείται, και κατασπαράζει το άλλο μισό με λαιμαργία. "ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ;" φωνάζω εγώ μέσα στη σύγχησή μου."ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ;;" Μα η Λογική μου ήδη γλύφει τα χείλη της απ' τα περισσεύματα του Πόθου μου. "ΚΑΛΑ ΓΑΜΙΕΣΑΙ;" Και τι διάολο έγινε μόλις; Το ένα μου μισό καταβρόχθισε το άλλο!
  Έπρεπε να το 'ξερα πώς θα κλέψει, έπρεπε να το ήξερα, έπρεπε να ήμουν δύο βήματα πιο μπροστά από αυτήν. Λάθος μου. 
  Λάθος της κι εκείνης γιατί έπρεπε να ξέρει πως ο Πόθος δεν θα πεθάνει έτσι απλά. Το σώμα του μια μορφή ήταν, μα αυτός είναι παραπάνω, είναι νοητός, είναι αέρας, μυρωδιά. Κι έτσι το μόνο που κατόρθωσε η πουτάνα η Λογική μου είναι να περιφέρεται μέσα στο κεφάλι μου και να το παίζει αυστηρή και ψυχρή, ενώ ξέρουμε κι οι δυο πως στη θέση της καρδιάς στο θώρακά της τώρα βαράει μπουνιές ο Πόθος, απ' τα μέσα προς τα έξω. Και να δείτε που σε λίγο μέχρι και η Λογική θα χάσει τα λογικά της. 



  

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

 Όσο περνά ο καιρός, θα δεις πως θα 'ρθουν μέρες που δεν θα βρίσκεις λέξεις να εκφράσεις αυτό που σύεται μέσα σου. Τότε να ξέρεις πως ειν' η ώρα να μάθεις να χορεύεις. 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

 Όταν πεθαίνει γύρω κάθε ομορφιά
γίνεται ο κόσμος γυάλινα κομμάτια
μα έτσι όπως με κοιτάς μ' αυτά τα μάτια ο πόνος
  έστω και για λίγο..

  

                                              σταματάει..



  Τσσσσφτ. Ανοίγει η μπύρα του. Δεν πίνει· την παρατάει στο πλάι, δίπλα στον καπνό του. Τον γεμάτο καπνό του που τον άνοιξε και δεν έβγαλε λίγο να στρίψει ένα τσιγάρο. Τον γεμάτο καπνό του που είναι δίπλα στο στραπατσαρισμένο κουτάκι με τα φιλτράκια του που τ' άνοιξε και τα σκόρπισε στο πάτωμα, μόνο και μόνο για να κάψει ύστερα με τον αναπτύρα του το διαφανές περιτύλιγμα. Αυτό που αν το κάψεις σωστά θα δεις τη φωτιά να χορεύει όμορφα. Για λίγο. Για πολύ λίγο. 
  Κχχχχχ. Παράσιτα απ' το χαλασμένο πικάπ που θα 'πρεπε να 'χε πετάξει από εκείνο το βράδυ που το βάρεσε και με τις δυο γροθιές του μαζί ενώ έπαιζε το Babe I'm Gonna Leave You των Led Zeppelin. Ψέματα ήταν πως χάλασε στη μετακόμιση. Με τα χέρια του την έσπασε την κωλο-βελόνα. Κι από τότε και κάθε βράδυ τα ίδια, βάζει τον ίδιο δίσκο με εκείνη τη νύχτα στο πικάπ και ακούει με ευχαρίστηση τα παράσιτα, τις νέες γραντζουνιές να δημιουργούνται στο βινίλιο, το υλικό να σπάει, να καταστρέφεται. Που να μην υπήρχε το γαμήδι. Να μην υπήρχε αυτός ο κωλοδίσκος. Αυτό το κωλοτράγουδο.
  Κριιικ. Η καριόλα η ξύλινη πόρτα που όσο λάδι και να της βάλει δεν θα σταματήσει ποτέ να τρίζει. Όσες βίδες και να της αλλάξει όλο θα τρίζει η κωλόπορτα. Και στον άνεμο ανοιγοκλείνει, μπάζει και κρύο, και δεν κλειδώνει και καλά το βράδυ. Ουδεμιά προσφορά αυτή η κωλόπορτα. 
  Όλα φυσιολογικά, συνηθισμένα. Άλλο ένα βράδυ απ' τα πολλά ίδια βράδια που δεν θα τελειώσουν ποτέ. Ίσως να μην ξημερώνει ποτέ σ' αυτό το σπίτι με τους ξεβαμμένους τοίχους, τα σπασμένα πλακάκια και τον ξηλωμένο καναπέ. Πώς γίνεται ένας καναπές να είναι ξηλωμένος; Ρωτήστε τον. Αυτό λέει ως δικαιολογία πάντως σ' όποιον ζητάει να πάει σπίτι του για ένα καφέ. "Δεν έχω καφέ" λέει. "Ε δεν πειράζει μωρέ, να κάτσουμε λίγο να τα πούμε" απαντάει ο άλλος. "Δεν έχω που να κάτσουμε" αποκρίνεται αυτός. "Ο καναπές μου είναι ξηλωμένος". Όλα στη θέση τους, λοιπόν. Ώσπου..
  Χαχαχαχα. 
  Στρέφει το κεφάλι μ' οργή προς την πηγή του γέλιου. Κανένας. Αδιάφορα επιστρέφει την αρχική του θέση. Απ' έξω θα 'ταν. Δεν έχει και καλή ηχομόνωση η κωλόπορτα..
  Χαχαχαχα. 
  Γυρνάει ξανά. Ένας μαλάκας έχει αράξει στον ξηλωμένο καναπέ του και τον κοιτάζει μ' ευθυμία. 
 "Τι γελάς ρε μαλακισμένο;" 
  Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε για τι άνθρωπο μιλάμε εδώ, αλλά είναι ένας από αυτούς που κάποιος άγνωστος βρίσκεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι και έχει μάλιστα ξαπλώσει στον ίδιο του τον καναπέ, και δεν τον ρωτάει ούτε ποιος είναι ούτε τι είναι ούτε πώς στον πούτσο μπήκε μέσα αλλά γιατί γελάει. 
  "Γελάω με εσένα ρε καριόλη! Με εσένα! Δες πώς είσαι! Βρωμιάρης, άξεστος, χαρμάνης, άφραγκος.. Άσυμβίβαστος δεν έλεγες πως είσαι;" 
  "Ασυμβίβαστος είμαι" αποκρίνεται ο δικός μας. "Αδιαφορώ.. Είμαι απόγονος των παιδιών της γενιάς του χάους.."
  "Χαχαχαχαχα" υστερικό γέλιο ο άλλος -ας τον πούμε Μαλάκα. "ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ"
   "Τι γελάς γαμώ τη μάνα σου; Πού τ' αστείο;"
   "Αυτό, φίλε μου, είναι η πιο αχρεία μορφή συμβιβασμού!"
   "Ποια;"
   "Αυτή ρε στόκε! Αυτή! Εσύ! Δες πώς είσαι! Αυτοαποκαλείσαι και ασυμβίβαστος, τρομάρα σου! ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ! ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!"
   "Σκάσε κωλόπραμα!" τα παίρνει ο δικός μας. "Και ποιος είσαι στην τελική; Και πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, κοντοπίθαρε;; Από πού ήρθες; Απ' τους εφτά νάνους της χιονάτης;" και όντως, αντικειμενικά μιλώντας, ο επισκέπτης ήταν δεν ήταν ένα μέτρο σε ύψος.
   "Αηδιαστικό χιούμορ" σχολιάζει ο Μαλάκας, σοβαρός τώρα. "Και πολύ φτηνές υπεκφυγές!.."
    "Ωραία, θα μου πεις τώρα;" συνεχίζει ο άλλος. Ο Μαλάκας τον αγνοεί και πλησιάζει το πικάπ. 
    "Άσε το πικάπ.. ΑΣΕ ΤΟ ΓΑΜΩ-ΠΙΚΑΠ.."
    "Δεν το λυπάσαι;" βγάζει τον δίσκο, τον φιλάει με τα μικροκαμωμένα χείλη του. "Κρίμα τον δίσκο.. Κι ωραίος δίσκος, πολύ ωραίος.." 
    Θα σχολίαζε ο δικός μας- ας τον πούμε Φθαρμένο- μα κάτι του 'χει τραβήξει την προσοχή, τον έχει αποστομώσει βασικά· με το φιλί του Μαλάκα, οι γραντζουνιές του δίσκου εξαφανίστηκαν. Εξαφανίζονται ακόμη, το βινίλιο επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση. Σαν καινούριο. 
   "Τι στο.."
   "Και το πικάπ, καλή μάρκα.. Σωστή επιλογή.. Κρίμα και το πικάπ, δεν το λυπάσαι ούτε το πικάπ;.." κι ενώνει ο Μαλάκας τα χείλη του με τη βελόνα, και ξανακολλά η βελόνα, διορθώνεται, επιστρέφει στην αρχική της κατάσταση. 
   Έχει σκαλώσει ο δικός μας, έχει παγώσει στη θέση του και δεν λέει να κουνήσει. "Μη.."
   "Μη τι;"
    "Μην κάνεις αυτό που πας να κάνεις. Ναι. Αυτό. ΜΗ. ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ. ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ. ΜΗ. ΜΗ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΣΟΥ, ΜΗ.." Μα παρακούει ο  Μαλάκας και πιάνει τον ολοκαίνουριο δίσκο και τον βάζει στ' ολοκαίνουριο πικάπ. Ο δικός μας πέφτει στα γόνατα και καλύπτει τ' αυτιά του με τα χέρια. "ΟΧΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ, ΟΧΙ ΓΑΜΩ, ΟΧΙ, ΠΟΥ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ, ΟΧΙ ΚΑΡΙΟΛΗ, ΟΧΙ, ΜΗ!!" Ακάθεκτος ο Μαλάκας βάζει τη βελόνα στο δίσκο και κατά περίεργο λόγο, μπαίνει απ' ευθείας το Babe I'm Gonna Leave You. Το Good Times Bad Times που είναι πρώτο στη σειρά στο δίσκο προσπερνιέται, περιέργως. Αν και αυτό δεν γίνεται στα πικάπ. 
  Babe, babe, babe, I'm gonna leave you.. Ο δικός μας κυλιέται στα πατώματα κι ουρλιάζει. 'ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ Τ' ΑΚΟΥΣΩ, ΚΑΡΙΟΛΗ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ, ΜΗ.. ΕΧΩ ΝΑ Τ' ΑΚΟΥΣΩ ΑΠΟ ΤΟΤΕ..' 
  "Από πότε;" ρωτάει ο Μαλάκας. 
  "ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΡΕ ΚΑΡΙΟΛΗ.. ΑΠΟ ΤΟΤΕ.. ΑΦΟΥ ΞΕΡΕΙΣ.." 
  I can hear it calling me the way it used to do.. I can hear it calling me back home! 
  Ο Μαλάκας βγάζει ένα πνιχτό γελάκι. "Όχι να το πενευτώ, αλλά ξέρω.." Σιωπή. "Παραστράτησες ρε συ.. Αυτό ήρθα να σου πω. Πώς έγινες έτσι; Πού είσαι ρε μαλάκα; Πού ζούσες, πού ζεις τώρα; Ποιος ήσουνα, ποιος είσαι τώρα; Ήρθα να σου θυμίσω πως κάποτε ένιωθες πως ζούσες σ' ένα βανάκι του '60, πως κάποτε ήταν εδώ η Ανατολή και σου έλεγε, έλα να βάλουμε έναν κυκλικό δίσκο στο πικάπ να σε χορέψω δυο ελλείψεις! Τη θυμάσαι τη ζωντάνια καριόλη;.. Και τώρα δες πώς έχεις γίνει ρε μαλάκα! Πώς είσαι έτσι ρε, γενικά; Τι σαπίλα είναι αυτή; Βρωμάει ο τόπος νέκρα.. Τότε κατάληψη, τώρα κατάθλιψη.."
   Κι από πίσω να ουρλιάζει ο Robert Plant, BABY BABY BABY.. I'M GONNA LEAVE YOU..


  Άλλη ζωή, ίδιος άνθρωπος. 
  Βαθιά αναπνοή.
  Γκουχ γκουχ. Τσιγαρόβηχας. Ανασηκώνεται απ' τον ξηλωμένο καναπέ του. 
  Ταπ, ταπ, ταπ. Βήματα. Πού στον πούτσο το έβαλα το γαμήδι το κινητό; 
  Κουμπιά. Αριθμοί. Μια ματιά στο πάτωμα· πρέπει να μαζέψω σύντομα. Αν και δεν θα μπει κανείς αλλά καλό θα ήταν. 
  Τουτ-τουτ. Αναμονή. 
  "Ποιος;" βαριά φωνή. Αντρίκια, αλήτικη. Υπόκοσμη. 
   "Τι μαλακία ήταν αυτή που μου έδωσες ρε;" οργισμένος ο δικός μας. 
   "Φίλε μου ήταν απ' τα καλύτερα, μην λέμε μαλακίες-"
   "Ναι ρε μαλάκα, μια χαρά ήταν, δεν λέω αυτό.. Μου είπες όμως ότι.. Τέλος πάντων, μου πες ότι θα με κάνει πολύ κομπλέ. Πολύ χαρούμενο."
   "Σου είπα ότι θα σε κάνει ό,τι να 'ναι ανάλογα με την προδιάθεση."
   "Μούφες λες."
   "Έτσι σου είπα. Αν εσύ άκουσες ό,τι ήθελες, στ' αρχίδια μου."
   "..."
    "Ε, είσαι εκεί; Πω" -μονολογεί- "τι στον πούτσο βρωμάει έτσι.."
    "Τι βρωμάει;"

    "Κάτι να καίγεται." 
     "Εγώ είμαι."
     "Ε;"
      Κλακ. Ακουστικό που κλείνει. Τουτ τουτ τουτ. 


    Κχχχ. Παράσιτα απ' τι πικάπ. 
    Φιλτράκια σκορπισμένα εδώ κι εκεί, γεμάτοι καπνοί, γεμάτες μπύρες, ανοιγμένες όλες. Σπασμένα πλακάκια. Ξηλωμένος καναπές. Ξεβαμμένοι τοίχοι. Άδειο ψυγείο. Καύτρες από τσιγάρα που δεν βρήκαν τασάκι να πλαγιάσουν. 
   Και πλάγιασαν στο σώμα του. 
   Επικρατεί το είδος της σιωπής που επικρατεί μετά από ένα μεγάλο μπαμ. 
   Λείπει ένας ήχος. Ο ήχος της καρδιάς του που χτυπά. Και της αναπνοής του. 
   Λείπει ο ήχος απ' τις μπύρες π' ανοίγουν.
   Ναρκωτικά στο πάτωμα. Ιδρώτας, βρωμιά, θλίψη και θάνατος. 
   Κχχχχ, κριιικ, κχχχ. Χαχαχα. 
   Κι ένας δήθεν ασυμβίβαστος στη μέση του δωματίου με τα χέρια στ' αυτιά να ξεψυχάει. 
   Κι ο δαίμονάς του να κατατρώγει λίγο λίγο ό,τι έχει απομείνει απ' την καρδιά του. 
   

  

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΜΗΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΠΤΕΣ

-Πάσχεις από υπερσυναισθηματισμό.
-...
-Μερικές φορές σκέφτομαι πως πρέπει να τ' αλλάξεις. Να μάθεις να 'σαι δυνατή.
-Είμαι-
-Δεν είσαι. Δεν σε βλέπεις πώς κάνεις; Δεν σε βλέπεις που χωρίς να δέχεσαι αγάπη δεν στέκεις πουθενά; Τι τη χρειάζεσαι; Τι να σου κάνει; Κάτσε μόνη σου κόντρα στον άνεμο και φύσα του και σύ κόντρα, μόνη σου, επαναλαμβάνω, ΜΟΝΗ ΣΟΥ, και ύστερα ίσως.
-Ίσως τι;
-Ίσως γίνεις δυνατή.
-Μόνη μου θα γίνω, όχι δυνατή.
-Ανεξάρτητη. 

-Μόνη. 
-Μόνη κι ανεξάρτητη γαμώ τη μάνα σου, ανεξάρτητη και μόνη!!


-Δεν θέλω.
-Ε;
-Δίκιο είχες μωρέ, τότε, αλλά δεν θέλω..
-Ναι, ούτε εγώ θέλω να τ' αλλάξεις τελικά. Χαρούμενη δεν είσαι;
-Είμαι, ναι..
-Μπερδεμένη είσαι;
-Όχι, όχι δεν είμαι-
-Ωραία. 



-Μπορεί και να μην είμαι, έχω αμφιβολίες δηλαδή, εδώ κι εκεί-
-Η άγνοια είναι ευτυχία.


-Δεν ξέρω γιατί μου 'χει κολλήσει τώρα στο μυαλό πως πρέπει όλοι οι άνθρωποι να 'ναι ανεξάρτητοι. Να μην γαντζώνονται πάνω στον άλλο σαν μαλάκες.. Ίσως γιατί μου φαίνεται εμένα τόσο λάθος που γίνεται σχεδόν αηδιαστικό.. 
-Μια μέση κατάσταση σου πρέπει, κι εσένα, και όλων..
-Γαμώ τις μέσες καταστάσεις!!


-Εσύ είσαι;
-Τι;
-Χαρούμενη;
-Ε;
-Λέω, χαρούμενη είσαι;
-Ε; Ε, ναι, ναι, είμαι, ναι..Ναι, είμαι, είμαι..
-(Γελάει).
-..
-Τι είναι πιο σωστό;
-Δεν υπάρχει σωστό.
-Υπάρχει.
-Καλά, ίσως και να υπάρχει. Δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει.
-(Γελάει) Η άγνοια είναι ευτυχία.
-(πρόβλημά μου αν δυστύχησα.)



-Ε, απλά μου βγαίνει
-Ποιο;
-Αυτό το.. αυτό το έτσι, που δεν είναι αλλιώς, το.. Ξέρεις μωρέ ποιο..
-Όχι, δεν ξέρω..
-Ε, δεν γίνεται και χωρίς κανέναν.. Αλλά κάποιους δεν.. Δεν μπορώ να τους.. Ρε παιδί μου έχω πει, ή θ'αγαπάω ή δεν θ' αγαπάω.. Ή θα θέλω και θα έχω ή δεν θα θέλω και δεν θα έχω.. Δεν θ' ανεχτώ ξανά, είπα..


-Και τώρα;
-Τι τώρα;
-Αγαπάς τώρα;
-Τώρα τώρα; Ή γενικά;
-Τώρα τώρα.
-Τώρα τώρα, όλους.
-Και γενικά;
-Γενικά, δυο-τρεις. Τρεις- τέσσερις. Τέσσερις- πέντε. Δεν ξέρω. Τι είναι αγαπάω;
-...
-Η ζωή είναι φασαρία.


-Τώρα;
-Σε κακή στιγμή ρωτάς, δεν θα σ'αρέσει
-Τώρα;
-Κανέναν


-Έχει σημασία;
-Δεν ξέρω. Έχει;
-Μπα.
-Μπα..


-Όλα τ' αμφισβητώ. Μην παρεξηγείς.
-Δεν παρεξηγώ.
-Κι εσύ.
-Κι εγώ τι;
-Να τ' αμφισβητείς όλα.
-Γιατί;
-Γιατί που ξέρεις; Μπορεί εγώ να μην υπάρχω. Μπορεί όλοι να είμαστ-(κχχχχ) και ίσως μόνο εσύ να (μπζζζ κχχχ).
-Ε; Ε, τι είπες; Δεν άκουσα.
-Ίσως ο (κχχχχ)όσμος να είναι ένα παράδ(μπζζζ) και στην τελική είμαστε τόσο ασήμαντ(κχχχχ μπζζζ)
-Μα δεν ακούω, κάτι παίζει με τ' αυτιά μου, τι λες;
-που δεν (κχχχχχχχσδφζζζζζζζ) Ίσως όλα αυτά να είναι ένα όνειρ(μπζζζζ)
-;;;;;;;

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

 Παραδομένος για καιρό σ' ένα όνειρο τρελό κόντευα να ξεχάσω
 την ομορφιά που είχα πει πως δεν θα ξέχναγα γιατί ήτανε η δικιά σου 

Η Ζωή είναι

  Τι απρόβλεπτη που είναι! Και τι προβλέψιμη, και τι όμορφη και τι κακάσχημη και πολύχρωμη και άχρωμη και ανιαρή και ενδιαφέρουσα! Και ίσως να 'ναι τελικά μια καλή γκόμενα που εύκολα γαμάω αλλά για ένα βράδυ μόνο, γιατί απ' το δεύτερο και μετά γίνεται βαρετό, ίσως και να 'ναι και αυτή που θα ερωτευτώ από την πρώτη ματιά.. ή και ένα ψυχάκι που περπατάει στο δρόμο με τα μαλλιά μέσα στη μούρη και το κεφάλι σκυφτό, και τη σταματάνε οι περαστικοί και της τραβάνε τις τρίχες απ' τη μούρη και τις λένε, "Αν το κάνεις αυτό, θα δεις τον κόσμο!" ή μπορεί και να 'ναι μια κοπέλα που επιπλέει και πετάει μέσα στην φαντασία της, σ' έναν κόσμο που του 'χει γκρεμίσει τα όρια ή ίσως και να έχει κατανοήσει τα όρια αυτού του κόσμου πολύ καλά, μιας και είναι ανύπαρκτα  ή μπορεί και να είναι ένα αερικό που αιωρείται χωρίς μορφή σ' έναν καταρράκτη από γκρι και καφέ, ή ίσως και να είναι έρωτες που σμίξαν μεταξύ τους, ή στην τελική να μην είναι τίποτα από όλα αυτά, ή όλα αυτά μαζί. Ένα χάος, ένα ρημαδιό, τρεις ευχές. Μπορεί και να μην υπάρχει καν! Σίγουρα όμως είναι γλυκιά, ό,τι και να 'ναι από όλα αυτά που είπα είναι σίγουρα γλυκιά, κι αυτό σας το λέω ένα πικρό κι άδειο πρωινό Κυριακής ύστερα από ένα υπεροχοσκατά Σάββατο, και σας το υπογράφω κιόλας με κατακάθι από βαρύ σκέτο ελληνικό καφέ. Πιείτε την μονορούφι και με κλειστή τη μύτη γιατί βρωμάει λιγάκι, γενικά ίσως να θέλετε να κλείσετε και τα μάτια γιατί δεν έχει και την πιο όμορφη όψη, αλλά σας λέω αλήθεια, με το που τη βάλετε στο στόμα σας και τη νιώσει ο ουρανίσκος σας θα το δείτε, είναι γλυκιά! Και ίσως καίει λίγο και πάθετε κανένα έγκαυμα αλλά δεν πειράζει. Είναι γλυκιά γαμώ το στανιό μου, είναι γλυκιά!
   Έτσι λοιπόν που σκεφτόμουνα χθες το βράδυ στο στενό εκείνο που μπάζει άσχημους ανθρώπους και φθορά από παντού, από πάνω, από κάτω, από δεξιά, από αριστερά, από λοξά, από πίσω κι από μπρος μπάζει αυτό το στενάκι και κάνει και κρύο και παγώνει ο κώλος μας, ζεσταίνουν όλα ξάφνου γιατί μπαίνει εκείνο το ρεφρέν που πάει κάπως σαν, ψηλά το κεφάλι ψηλά, θα βγουν πάλι φτερά και ψηλά θα πετάξω, θα φύγω θα ψάξω αυτούς που δεν ζουν χαμηλά.. Και σκέφτομαι πώς γίνεται να είμαι εδώ τώρα, πώς έτυχε να υπάρξω εγώ και να υπάρξουν κι αυτοί οι άνθρωποι και να συνυπάρξουμε όλοι μεταξύ μας και να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο και ν' ανθίσει αυτό το αγκαθωτό λουλούδι. Πώς γίνεται να μην έχει τίποτα σημασία αυτή τη στιγμή, ποιος το πέτυχε αυτό; Ποιος θεός μας έκανε τη χάρη, ή ποιος διάβολος μας έντυσε με τόση αμαρτία που πια δεν έχει σημασία; Και βγάζω το χοντρό, μπλε μαρκαδόρο μου να γράψω κάτι στα μαρμάρινα πλακάκια για ν' αποτυπωθεί η στιγμή και να μην ξεχαστεί μέχρι να 'ρθει η βροχή και να πάρει τη μπογιά μου μακριά. Γράφω λοιπόν, "Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ" μα εκεί κολλάω γιατί δεν ξέρω πλέον τι να διαλέξω, τι απ' όλα είναι. Εμφανίζεται όμως η γνώριμη εκείνη φωνή και πάνω που ήμουν έτοιμη να ζωγραφίσω δίπλα στο ΕΙΝΑΙ ένα μπλε μπάχαλο, εκείνη μου λέει, 
  Φασαρία. 
   

  Και στ' αλήθεια αυτό είναι το πιο εύστοχο πράγμα που θα μπορούσε κανείς να πει. 
   

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Γιόλα παιδί μου,
  1. Μην υποχωρείς ποτέ και αν κανείς σου πηγαίνει πολύ κόντρα, στειλ' τον στον διάολο!
  2. Να είσαι αδιάφορη.
  3. Να μην τρως ποτέ με μαχαίρι και πιρούνι.
  4. Να κοιμάσαι το πολύ 6 ώρες την ημέρα, γιατί αλλιώς αποβλακώνεσαι. 
  5. Αν αγαπάς κάποιον πολύ, να μην τον παντρευτείς διότι επέρχεται φθορά. 
  6. Να φέρεσαι αγενώς..
  7. Τα λόγια του μπαμπά, της μαμάς, των καθηγητών και του λοιπού κόσμου τα οποία είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικά, από το ένα αυτί να σου μπαίνουν και από το άλλο να σου βγαίνουν. 
  8. Να απεχθάνεσαι την κακία και την ασχήμια και όσους την κουβαλάνε μέσα τους. 
  9. Να γράφεις ποιήματα, να γράφεις βιβλία και να ανεβαίνεις ψηλά, πολύ ψηλά.
 10. Να με θυμάσαι.. 

 Οι δέκα συμβουλές που έγραψε η Ντάνυ Γεωργιλά το 1973 στη συμμαθήτριά της Γιόλα Αναγνωστοπούλου.