Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

(Κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ)

Σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο. 
 Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνούν την άγρια χώρα μου. Ένα βρέφος κλαίει ασταμάτητα. Ειν' οι ανάσες των λύκων που τριγυρνάν μέσα στο σώμα μου. Μία κοπέλα χορεύει στο δρόμο χαμογελώντας· κοιταζόμαστε στα μάτια· μαρμαρώνει. Της κόβεται το γέλιο μεμιάς. Ειν' οι ανάσες των λύκων που σταματούν έξω απ' την πόρτα μου. Ένα παιδικό ουρλιαχτό γεννιέται σ' ένα σκοτεινό στενάκι κάποιο Σαββατόβραδο και ταξιδεύει επ' άπειρον μέσα στον τυφώνα του κόσμου. Ειν' οι ανάσες των λύκων που ξαγρυπνάν κάτω απ' το στρώμα μου. Φως· σκοτάδι· φως· σκοτάδι· φως. Σκοτάδι. Σιωπή, φασαρία. Φασαριόζικη σιωπή. Σιωπηλή φασαρία. Φως. Σκοτάδι. Φως. Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνούν την άγρια χώρα μου. Αναπτύσσω ταχύτητα. Κι άλλη. Κι άλλη. Κι άλλη.. Τοίχος. Φρένο. Όχι. Φρένο. ΦΡΕΝΟ. Μπαμ, κρας. Θρύψαλα. Ειν' οι ανάσες των λύκων που τριγυρνάν μέσα στο σώμα μου. Πρόσωπα· άνθρωποι. Για καθέναν υπάρχει ένα δωμάτιο· μονόχρωμο, άδειο. Χωρίς πόρτες και παράθυρα. Ειν' οι ανάσες των λύκων που σταματούν έξω απ' την πόρτα μου. Το χάος είναι φίλος σου και η φωτιά αδερφή σου. Κάθε που σφάζονται δυο περιστέρια η νύχτα καίγεται στα δυο του χέρια· και το κορίτσι δεν μιλά. Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνούν την άγρια χώρα μου. Παραβιάζω το νόμο του Ξυραφιού του Όκαμ. Λάθος· μέγα λάθος. Στροφή. Δεξιά, αριστερά. Λάθος. Πάντα λάθος. Ειν' οι ανάσες των λύκων που ξαγρυπνάν κάτω απ' το στρώμα μου. Μια σειρήνα ηχεί μέσα στο ρημαδιό μα ο κόσμος δεν στρίβει το κεφάλι, οι αφηρημένοι δεν σηκώνουν το βλέμμα προς το δρόμο, κανείς βλάκας δεν χαίρεται που δεν είναι στη θέση εκείνου που πάσχει. Μια δεύτερη σειρήνα ηχεί. Κανείς. Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνούν την άγρια χώρα μου. Περιπλανιέμαι άσκοπα σε έναν παγωμένο κόσμο που δεν προχωράει. Η Γη δεν γυρίζει. Τα φανάρια δεν αναβοσβήνουν. Είναι όλα ένα τεράστιο φαλιμέντο. Ειν' οι ανάσες των λύκων που σταματούν έξω απ' την πόρτα μου. Ωροδείκτες που τρέχουν γρήγορα, πολύ γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα· ταχύτητα, κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη· βροχή από παράσιτα, βροχή από παράσιτα, μπζζ,κχχχ, μπζζζ· ΣΤΟΠ. ΠΑΓΟΣ...Έκρηξη. Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνάν την άγρια χώρα μου. Δεν ειν' αρρώστια αυτό που σκιάζει και βαραίνει το μυαλό και τα πόδια μου. Νιαουρίσματα. Ναι; Ναι, ποιος με καλεί; Μια μαύρη γάτα τρίβεται στα πόδια μου· μικρή, νεαρή θα έλεγα. Νιαουρίασματα. Σκύβω να την αγγίξω. Με κοιτάζει. Χάνομαι. Το χέρι μου την πλησιάζει κι άλλο. Απομακρύνεται. Στάσου! Απομακρύνεται κι άλλο. Στάσου! Κατορθώνω ν' αγγίξω το κεφάλι της με το δάχτυλό μου. Μαρμαρώνει. Κάτι αλλάζει, κάτι αλλάζει.. "Μου θυμίζεις ένα στίχο, Ζωή. Κάτσε να δεις πώς πήγαινε. Κάτσε να δεις. Α, ναι.. Σε ψυχή..Σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο.." Ειν' οι ανάσες των λύκων που κυβερνάν την άγρια χώρα μου. Δεν ειν' αρρώστια αυτό που σκιάζει και βαραίνει το μυαλό και τα πόδια μου. Όλα είναι ψεύτικα. Χάρτινα. Χειρότερα, πλαστικά. Πλαστά και ψεύτικα. 
  Είναι η μυτερή γκρίζα ουρά του καρχαρία που ακολουθώ τυφλά χωρίς να ξέρω ποτέ τι καταβροχθίζουν τα σαγόνια του. 
  Μου.
  Τα σαγόνια μου.