Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

la fête triste

η ζωή μου 
είναι
μια γιορτή θλιμμένη 


.
.
.
.
.

η ζωή μου 
είναι 
μια θλίψη γιορτινή 






https://www.youtube.com/watch?v=Rfxf8PQi5B4&index=22&list=PLhtxTkD8uZ6VLWcaG1uyPVgGMmhWGirsK

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

η γυναίκα με τα άσπρα μαλλιά που κάθεται στο παγκάκι κάθε μεσημέρι και ρωτάει τους περαστικούς αν είναι περασμένες δώδεκα

 Αυτό που μου λείπει είναι μάλλον ένα μπαλκονάκι· ίσα δυο τετραγωνικά μέτρα, να βάζω κάθε μεσημέρι την καρέκλα μου, ν' απλώνω τα πόδια στα κάγκελα και να χαζεύω τον κόσμο που περνά. Το σπίτι που έμενα μικρή, είχε μπαλκόνι περιμετρικά· ήταν φανταστικό· με την πανοραμική όψη του κόσμου μπορείς να παίξεις όλων των ειδών τα παιχνίδια. Αυτό θυμάμαι. Ήταν κάτι παιχνίδια, έπρεπε κάπως να τρέχουμε και κάπως να γελάμε· θυμάμαι πως μια μέρα όμως είχα γλιστρίσει κι είχα χτυπήσει στο κεφάλι, να, εδώ πίσω, και είχα λιγάκι ζαλιστεί. Ορίστε, θυμάμαι και αυτό.. Δεν έχει σημασία; Δεν πειράζει. Αυτό το μπαλκόνι για εμένα είναι εκείνος ο πόνος βαθιά μέσα στο κεφάλι μου. Θέλω να πω, αυτό είναι το κέντρο βάρους γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλες οι μνήμες. Έτσι δεν γίνεται με όλα; Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι. Μετά, έρχονται κι άλλα.. Τι άλλα. Να, μία φορά, ας πούμε- λοιπόν, κάτσε, θα σου πω ολόκληρη την ιστορία- 


 Μου είπε ότι δεν χρειάζεται να πω ολόκληρη την ιστορία. Γιατί; Ποιος δεν το χρειάζεται; Το χρειάζομαι εγώ, χρειάζομαι να τα πω όλα, με όλους τους τρόπους, όπως συνέβησαν, όπως τα βίωσα και όπως τα σκέφτηκα. 

 Πήγαινα έκτη δημοτικού. Ήταν η πρώτη συνεδρία, πρώτη φορά με έστελναν στον γιατρό. Εγώ ντρεπόμουν, είχα βάλει την αγαπημένη μου μπλούζα· ήταν, νομίζω, άνοιξη. Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή με πήγαιναν απ' τον έναν γιατρό στον άλλο, εγώ παραπονιόμουν συνέχεια για κάποια αρρώστια που υποτίθεται είχα και έμενα στο κρεβάτι, κι αφού όλοι με είχαν βρει απόλυτα υγιή, τελικά πήγαμε εκεί. Στον ψυχολόγο. Θυμάμαι ότι την έλεγαν Στέλλα, το θυμάμαι χαρακτηριστικά γιατί τότε είχα σκεφτεί πως Στέλλα λέγαν και την κοπέλα που καθόταν πίσω μου στο σχολείο, 


 Να αποφύγω τις λεπτομέρειες, εντάξει, εντάξει


 Στ' αλήθεια, δεν μ' αρέσει αυτό το μέρος. Οι τοίχοι είναι πολύ άσπροι και τα χαμόγελα πολύ στενά. 


 Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να σου πω, είναι πως τότε, ήταν η πρώτη συνεδρία, τοτε, η γιατρός με είχε βάλει να της ζωγραφίσω πού ακριβώς πονάω. Και πώς. Πώς πονάω. Το σχέδιο ήταν άθλιο και χρειάστηκε να της εξηγήσω, πως πάνω στην καρδιά μου υπάρχει ένα χταπόδι, τυλιγμένο, και την τραβάει συνέχεια βαθιά, προς το στομάχι. 

 Τι; Όχι, είχαμε φύγει από το σπίτι με το περιμετρικό μπαλκόνι. Ήμασταν στην Αθήνα τότε. Ναι, το καλοκαίρι που τελείωσα την πέμπτη δημοτικού. Από εκείνο το καλοκαίρι, στην Αθήνα. Ναι. Δεν φύγαμε ποτέ, όχι. Δηλαδή, μέχρι που έφυγα εγώ.. Τον Σεπτέμβρη του '98. Όχι, δεν μαλώσαμε. Απλά έφυγα. Έβλεπα όλους τους γνωστούς μου να φεύγουν, και έφυγα και εγώ. 


 Και πήγα εκεί, ναι. 
 
   Νοίκιασα ένα σπίτι με κήπο, ήταν μονοκατοικία, μου άρεσε πολύ. Ήταν βέβαια μεγάλη αλλαγή. Έπιασα μία δουλειά, δεν είχα σπουδάσει αλλά τότε ήταν αλλιώς, πιο άνετα.. Σχολούσα τη νύχτα, αργά. Στο δρόμο γυρνώντας διάλεγα τα στενά που ήξερα πως κοιμούνταν τα σκυλιά. Περνώντας ήξερα πως θα ξυπνούσαν.. Κι επειδή τα τάιζα -ναι, τα τάιζα καμιά φορά, ξέρεις, τα αποφάγια- με ξέρανε, τη μυρωδιά μου, και με συνόδευαν.. Α, είχε δαγκώσει ένα σκυλί τον αδερφό μου, όταν ήμασταν μικροί, ναι. Τώρα, πώς να στο πω, τον είχε δαγκώσει χαμηλά, κάτω απ' τη μέση.. Στον ποπό, ναι. Με συγχωρείς για την έκφραση. Ναι, λοιπόν, δεν είχε τρομάξει, ίσως λίγο, δεν το παραδέχτηκε πάντως. Εμείς γελούσαμε, γιατί να μην γελάμε, αφού σου λέω τον δάγκωσε στον κω- στον ποπό, ήταν αστείο. 

 Φίλους; 


 Μετά γνώρισα τον.. Ναι, αυτόν. Ήταν πελάτης στο μαγαζί που δούλευα, ερχόταν συχνά, μετά από καιρό άρχισε να με φλερτάρει, ας πούμε. Κολακεύτηκα, ναι, βέβαια. Παντρευτήκαμε το 2002. Εκεί, ναι. Νοικιάσαμε άλλο σπίτι. Μαζί. Ήταν διώροφο, είχαμε μεγάλες προσδοκίες. (Γελάκι) ναι.. Πρώτη φορά συνέβη μετά τον γάμο, ωω, ναι, πολύ μετά τον γάμο. Δεν θυμάμαι, είχε εκνευριστεί για κάτι, κάπως έτσι, και εγώ είχα εκνευριστεί, για άλλους λόγους, δεν ήταν πάντως κάτι σοβαρό. Ήμουν πάντα διακριτική, ήμουν σίγουρα διακριτική. Δεν τον προσέβαλα, όχι. Τίποτα, σου λέω, ήταν εκνευρισμένος ήδη.. Και ήρθε σπίτι με τέτοια νεύρα.. Α, ναι, ήταν ευέξαπτος, ναι, αυτό το ξέρω. Και ανυπόμονος, ναι, και αυτό το ήξερα, από πριν παντρευτούμε το ήξερα. Βέβαια. Τέλος πάντων, τότε, ναι, τίποτα, απλά μιλούσαμε, και μετά ξαφνικά φωνάζαμε, και μετά ήμουν στο πάτωμα και το κεφάλι μου πονούσε. Πονούσε όπως τότε που είχα πέσει, στο μπαλκόνι, τότε, που σου είπα, ναι. Και είχα στη γλώσσα μου αυτή την γεύση, πώς να στο πω, είναι λες και αυτού του είδους οι πονοκέφαλοι, αυτός ο πόνος από την κρούση, να έχει συγκεκριμένη γεύση. Δεν ξέρω αν εσύ.. 

 Πολλές φορές μετά. Πολλές. Τις σημείωνα σε ένα τετράδιο, κάθε φορά τραβούσα μία γραμμούλα. Δεν το έχω πια, το πέταξα. Να μην το βλέπω. 

 Το διαζύγιο δεν το πήρα, το απαίτησα. Μαζί με άλλες δικαστικές διαδικασίες. Πήγα και βρήκα τον αδερφό μου, του ομολόγησα τι συνέβαινε τόσο καιρό, ήταν μεγάλο ταξίδι και αναγκάστηκα να πω ψέματα πως ήταν η μάνα μου άρρωστη και έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα. Όταν τα 'μαθε όλα ο αδερφός μου, αποφάσισε να γυρίσει μαζί μου εκεί. Στο σπίτι μου. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία που είδα τον άντρα μου. Τον πρώην, δηλαδή. 

 Σου είπα, μου λείπει ένα μπαλκονάκι.. 

 Θα ήθελα μια μέρα να τον βρω ξανά και να τον ρωτήσω τι στ' αλήθεια ήθελε τότε από εμένα. 

 Μετά τα πράγματα δυσκόλεψαν, ίσως και ποτέ να μην υπήρξαν ξανά εύκολα, σίγουρα ποτέ δεν βίωσα ξανά μια εποχή τόσο διαυγή όσο εκείνη στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Στο πρώτο σπίτι, πριν κατέβουμε στην Αθήνα. Με το περιμετρικό μπακόνι. Το σπίτι στην Αθήνα είχε κι εκείνο ένα μπαλκονάκι· είχε θέα τα μπαλκόνια των γειτόνων, μία ατέλειωτη θέα από ατέλειωτα μπαλκόνια, και είχαν όλα τους τα παντζούρια κλειστά. Κοίτα, θα σου πω, εγώ θεωρούσα για πολλά χρόνια πως η θλίψη είναι εξωτερική, εξωτερικός παράγοντας, πως υπάρχει, όπως υπάρχει ο καλός και ο κακός καιρός. Αστείο δεν ακούγεται; Τέλος πάντων, έχεις δίκιο, συγγνώμη. Έλεγα για τότε. Ναι. Λοιπόν, όταν τακτοποιήθηκαν τα πράγματα, ο αδερφός μου έφυγε ξανά. Εγώ όμως είχα ήδη.. δεν ξέρω.. Έμεινα εκεί. Και τώρα θα σου πω..λοιπόν, δες. Συνέχισα την δουλειά σ' εκείνο το μαγαζί κανονικά. Ένα βράδυ γυρνούσα, ήμουν πολύ κουρασμένη, και, αφηρημένη, πήρα τον δρόμο για το παλιό μου σπίτι. Εκεί που μέναμε, ξέρεις, με τον άντρα μου. Πήγα εκεί. Έφτασα χωρίς να το καταλάβω. Μπαίνοντας στο στενό μας, συνειδητοποίησα που είμαι, κι έκανα να φύγω, αλλά.. Κοίτα, το ξέρω πως θα ακουστεί περίεργο, όμως, τότε, τέλος πάντων, μου φάνηκε πως τότε άκουσα μία φωνή. Κραυγή, ας πούμε. Έστησα αυτί. Και τότε κατάλαβα πως ήταν η δική μου. Ήμουν μέσα στο σπίτι, στο παλιό μας σπίτι, και φώναζα βοήθεια. Την είχα πολύ ανάγκη, φώναζα σαν τρελή, κάποιος με χτυπούσε, με πονούσε πολύ, φώναζα πως θα με σκοτώσει. Και τότε, ακούγοντας εγώ αυτήν την κραυγή, έτρεξα στο σπίτι -εννοώ το παλιό, το γαμήλιο σπίτι- και χτυπούσα την πόρτα, τα παράθυρα, ούρλιαζα, δεν θυμάμαι και τι έλεγα, και τότε μου άνοιξε μια γυναίκα, φορούσε το νυχτικό της, την έπιασα από τα μπράτσα και τη ρώτησα αν είναι εντάξει, αν χρειάζεται κάτι.. Έκλαιγα, νομίζω πως έκλαιγα, ούτε και τώρα είμαι σίγουρη, μπήκα μέσα στο σπίτι χωρίς να την ρωτήσω, και έψαχνα σαν τρελή.. Κάτι. Δεν ξέρω, δεν ξέρω τώρα τι περίμενα να δω, αν περίμενα να δω εμένα. Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις πως, αυτές οι κραυγές δεν υπήρξαν. Μόνο εγώ τις άκουγα. Η γυναίκα κάλεσε την αστυνομία και η αστυνομία κάλεσε τον αδερφό μου.

  Δεν τον κατηγορώ, όχι. Κανέναν δεν κατηγορώ. Θέλω να πω, για την αρρώστια μου, δεν κατηγορώ· τα συμβάντα όμως καμιά σχέση δεν έχουν με την ασθένεια. Για τα γεγονότα, προφανώς έχω μοιράσει τις ευθύνες. Καθένας έπαιξε τον ρόλο που του άρμοζε, σ' αυτήν την μικρή παρωδία της ζωής μου. Το αστείο άλλωστε ήταν στημένο εξαρχής. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, θα 'χε συμβεί κάτι άλλο. 

 Έρχεται τώρα εκείνη η γυναίκα, τώρα που σου μιλάω, και με ρωτάει αν είμαι εντάξει, αν χρειάζομαι κάτι. Πάντα ρωτάει αν είμαι εντάξει και αν χρειάζομαι κάτι. Μου λέει καληνύχτα πριν κλείσει την πόρτα, τα φώτα εδώ κλείνουν συγκεκριμένη ώρα και είναι η ώρα που πρέπει να κοιμηθείς. Κοιμάμαι πάντα από το αριστερό πλευρό, έτσι που η πλάτη μου να ακουμπά στον τοίχο, μόνο έτσι, μόνο έτσι με παίρνει ο ύπνος. Αλλιώς, έχω την αίσθηση πως κάποιος θα ρθει μες στο σκοτάδι, και θα μου καρφώσει ένα μαχαίρι στην πλάτη. 

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #3

 Όπως σου το είπα, κοινωνία άπιστη, με τα βλέφαρα κλειστά περιμένω, μα όχι, όσο κι αν φαίνεται, όσο κι αν ακίνητο μοιάζει αυτό το σώμα καθώς κείτεται στο λευκό κρεβάτι, όχι, κοινωνία μου αφέντρα, εγώ δεν αδράνησα, κάθε σταγόνα ήταν για μένα ένα λιθάρι, γιγάντιο, γιγάντιο λιθάρι στην πλάτη, κι εγώ έπρεπε να το κουβαλήσω ως την κορυφή του βουνού που έστεισες για μένα, κι έπειτα να διασχίσω το μονοπάτι ως τους πρόποδες. Για να μου στήσεις στην πλάτη το επόμενο λιθάρι, την επόμενη σταγόνα. Κι εγώ δεχόμουν, κοινωνία πλανεύτρα, δολοπλόκα, γιατί με έπεισες με τέχνη πως έτσι θα φτάσω κάποτε τον ουρανό. Μα τα 'μαθα τα ψέματα και διάβασα τις λέξεις που έκρυβες κάτω απ' την γλώσσα, και τώρα πια ξέρω, κοινωνία αβυσσαλέα. Χρειάστηκαν τρεις φιάλες αίμα, μα άνοιξα τα βλέφαρα. Δεν θα μείνω όμως να σε κοιτάζω καθώς γλύφεις τις πληγές που μόνη χάραξες, κοινωνία καταχθόνια, κι ούτε θα υπογράψω το χαρτί της απολογίας που σύνταξες για μένα. Αυτό δεν ήταν αυτοχειρία. Σου χαρίζω το ξυράφι μου, κοινωνία μου αγαπημένη. Το χέρι που το κράτησε ενώ με χάραζε ήταν δικό μου, μα σίγουρα εσύ ζωγράφισες την πορεία του στο σώμα μου. Όταν θα έρθουν για μένα τα δάκρυά σου, κοινωνία ψεύδορκη, να τους πεις πως έφυγα από την πίσω πόρτα. Και με το κεφάλι μου στημένο ψηλά. 



Υ.Γ. Οι Φιάλες γράφτηκαν με προφανή επιρροή από το "Με το καδρόνι στα χέρια" του Μιχάλη Τάτση 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #2

 Μην μ' αγγίζεις, γιατί με αγγίζεις, κοινωνία αθάνατη, χρειάστηκε πια τόσο να με ρίξεις στην πείνα ώστε να δεχθώ μόνη να καταπιώ τον ωμφάλιο λώρο μου, κοινωνία μνησίκακη, τόσο λίγο πια ντρέπεσαι που με κρέμασες ανάποδα απ' το δέντρο των ευχών μου; Κι εγώ που τόσο θρασύτατα φώναζα -και το πίστευα βαθιά- πως είμαι ο ανθός του τώρα· κοινωνία δεσπόζουσα, δεσπόζουσα όπως κυριαρχείς στον κουρασμένο αυχένα μου, ο ανθός που ήμουν πια μαράθηκε και μ' αυτόν έπλεξες το στεφάνι που έστειλες στην κηδεία μου. Κοινωνία αιωνόβια, πώς με σένα να τα βάλουν τα νεκρωμένα μάτια μου. Μα δεν θρηνώ πια, δεν θρηνώ τους νεκρούς μου. Παρά μόνο με κλειστά τα βλέφαρα περιμένω.  

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #1

  Με σέρνεις στη φωτιά κι έπειτα μου προσφέρεις την στάχτη που σου ζήτησα, κοινωνία ανάλγητη, λες και τόλμησα ποτέ ν' αγνοήσω πως οποιαδήποτε πράξη έχει το προσωπικό της αντίτιμο, κοινωνία αμόλυντη, άθικτη από το πέρασμα της οργισμένης σάρκας μου, πόση ψευδαίσθηση άραγε με τάισες για να κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, κοινωνία φιλήδονη, ασελγής, πώς τολμάς να με πληγώνεις με τα βέλη που σου έριξα, κοινωνία λαίμαργη, με τα θρύψαλλα του καθρέφτη που κατάφερα να σπάσω τώρα στο σώμα μου πληγές δικές σου χαράζεις, πώς, πώς εγώ τέτοιο αίμα να χύσω, πώς να μην ακούν οι γείτονες που τη νύχτα ουρλιάζω, κοινωνία ζηλόφθονη, άπληστη, με κομμένα τα χέρια μου ζητάς ν' αγκαλιάσω, ν' αγκαλιάσω τι, αφού τα πάντα ρούφηξες κοινωνία λαίμαργη, αφού τα πάντα θέλησες και τα πάντα μου πήρες


 κι εγώ η τρελή, εγώ, πώς την στάχτη σου ζητάω και σ' αυτήν ελπίζω, αφού ξέρω πως προσάναμμα θα βάλεις τα παιδιά μου

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

παραμυθάκι σε σχήμα παζλ

 Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι, δεύτερος όροφος, θέα σε χαμηλά σπίτια, τέσσερις όροφοι το πολύ, στενός δρόμος, ίσα-ίσα να περνάει ένα αμάξι. Υπάρχουν οι τέσσερις καρέκλες, διαφορετικού τύπου, μία πλαστική, μία ξύλινη, μία καφενείου, ένα σκαμπό. Και ένα τραπέζι, πλαστικό, φθηνό. Υπάρχει η γάτα, και μία γλάστρα με κάτι νεκρό. Η γάτα ξαπλώνει στην γλάστρα δίπλα στο νεκρό φυτό, ξαπλώνει και στην καρέκλα του καφενείου. Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι, έχει πάντα τα παντζούρια ανοιχτά, μέρα - νύχτα και χειμώνα - καλοκαίρι, τα παντζούρια δεν κλείνουν, και στο μπαλκόνι υπάρχει πάντα κάποιος, κάποιος που ήταν ή κάποιος που είναι, ένας άνθρωπος ή η γάτα ή το νεκρό φυτό. Ο χρόνος στάζει πάνω στο μάρμαρο. Είναι πρωί, το παράθυρο ανοίγει, βγαίνουν δύο παιδικά πόδια, δύο παιδικά μάτια, δυο παιδικά χέρια, κρατάνε ένα ποτήρι με νερό, το αδειάζουν μέσα στη γλάστρα με το νεκρό φυτό, χαϊδεύουν την γάτα, φεύγουν. Νυχτώνει, ξημερώνει, τα παιδικά χέρια ξανά, το ποτήρι με το νερό, στη γλάστρα, τα χέρια στην γάτα, φεύγουν. Ο χρόνος στάζει μαζί με το νερό στην γλάστρα. Είναι απόγευμα, τα παιδικά χέρια γίνονται τέσσερα, το ίδιο τα μάτια και τα πόδια, μα το ποτήρι νερό είναι ένα, φτάνει στην γλάστρα. Ο χρόνος στάζει. Είναι πρωί, η γάτα δεν υπάρχει πια. Το ένα ζευγάρι πόδια είναι νούμερο 37 και το άλλο 32. Το ένα στόμα μιλάει. Λέει καλημέρα. Το άλλο στόμα μουρμουρίζει το ίδιο. Υπάρχει ένα τρίτο στόμα, όχι στο μπαλκόνι, κάπου βαθύτερα, φωνάζει τα άλλα δύο, φεύγουν. 


 Υπάρχει αυτός ο πολύ, πολύ στενός δρόμος, ίσα-ίσα να περνάει ένα αμάξι. Υπάρχουν γύρω αυτά τα χαμηλά σπίτια, τέσσερις όροφοι το πολύ, και ένα συγκεκριμένο μπαλκόνι, δεύτερος όροφος. Καμιά φορά, στο κάγκελο του μπαλκονιού υπάρχει μία γάτα. Υπάρχουν δύο μηχανάκια παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου. Υπάρχουν σπάνια περαστικοί. Υπάρχουν και δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, γερασμένα, μία ταυτότητα που λέει τόπο γέννησης: τάδε, έτος: τάδε, πατρώνυμο: Τάδε, φύλο: θήλυ. Τα χέρια κρατάνε μία φωτογραφία. Υπάρχει μία τσέπη, η τσέπη έχει μέσα κλειδιά, κινητό. Υπάρχει η αναμονή και η αγωνία. Υπάρχει ένα καπέλο πάνω στο κεφάλι. Ο χρόνος στάζει πάνω στο καπέλο. Αργά. Το κεφάλι κοιτάζει ψηλά, στο μπαλκόνι. Κοιτάζει και στην πόρτα. Ο χρόνος στάζει. Το κεφάλι φεύγει. 

 Υπάρχει ένας άνδρας και μία γυναίκα. Υπάρχει μία κρεβατοκάμαρα, ευρύχωρη. Υπάρχουν δύο παιδιά, αγόρια, ο μικρός και ο μεγάλος. Ο μικρός φοράει νούμερο 32, ο μεγάλος 37. Υπάρχει ένα μπαλκόνι. Ένας καναπές, μία τηλεόραση, δύο πολυθρόνες. Ο καναπές είναι σκισμένος στο πλάι. Υπάρχει ένας επισκέπτης, ο επισκέπτης ρωτάει, τι έπαθε ο καναπές; Ο άνδρας απαντάει: είχαμε μία γάτα.. Ο χρόνος στάζει πάνω στη μύτη του μικρού αγοριού. 

 Το κεφάλι έφυγε και δεν κατάφερε να μην ξαναγυρίσει. Κοιτάζει το μπαλκόνι. Κρατάει την φωτογραφία. Τα αυτιά ακούνε και το μυαλό καταλαβαίνει. Κάποιος κλείνει την πόρτα, κατεβαίνει τις σκάλες. Τα πόδια βιάζονται, η καρδιά χτυπάει. Φεύγουν. 

 Γυναικεία χέρια δένουν τα παπούτσια νούμερο 32. Τα παπούτσια νούμερο 37 δένονται από παιδικά χέρια. Υπάρχουν δύο σχολικές τσάντες. Υπάρχει ο ήχος από το φερμουάρ που κλείνει. Μία παιδική φωνή ρωτάει: Εσένα ποιος σε πήγαινε στο σχολείο; Αφού δεν είχες μαμά. Υπάρχει η σιωπή. Η πόρτα κλείνει, τα σώματα χάνονται πίσω της. Η απάντηση υπάρχει, αλλά δεν εμφανίζεται. Κρύβεται κάτω από την γλώσσα. Ήχος από πόδια που κατεβαίνουν τις σκάλες. 

 Υπάρχει ένα λευκό πληκτρολόγιο. Το βαρούν νυσταγμένα τα γυναικεία χέρια. Από τα αυτιά κρέμονται ασημένια σκουλαρίκια. Τα χέρια τα χαϊδεύουν νοσταλγικά. Υπάρχει μία ανάμνηση· τα σκουλαρίκια ν' ανταλλάσσουν χέρια· από ανδρικά σε γυναικεία· σ' εκείνο το κόκκινο σακουλάκι. Στο τέταρτο δάχτυλο του ανδρικού χεριού υπάρχει ένα χρυσό δαχτυλίδι. Τα γυναικεία χέρια είναι πολύ, πολύ πιο νέα. Η ανάμνηση λιώνει. Ο ήχος ακούγεται σαν από βαθιά: αυτά ήτανε της μάνας σου. Της μάνας σου. 

 Ο άνδρας υπάρχει, σαν αχνή ύπαρξη, θολή, σαν εικόνα με παράσιτα. 

 Στο τραπέζι της κουζίνας περιμένει ένα σημείωμα. Υπάρχει η υπογραφή της δασκάλας και το όνομα του μεγάλου αγοριού. Τα μάτια του άνδρα περπατάνε πάνω στο χαρτί. Το μέτωπο κοκκινίζει. Υπάρχει ο ήχος από κάτι που σπάει κι από μια πόρτα που κλείνει βροντερά. Τα παπούτσια νούμερο 38 περιμένουν. Το κεφάλι δεν έχει ιδέα τι να κάνει. Τα παπούτσια νούμερο 33 κρύβονται κάτω από το γραφείο· αυτά τα μάτια δεν είναι ούτε θεατές, ούτε ηθοποιοί· μεταφράζουν τα πάντα. Μεταφράζουν. 

 Υπάρχει εκείνο το τηλέφωνο που ποτέ δεν χτυπάει. Οι μώλωπες σε παιδικά γόνατα είναι σημάδι χαρούμενης εποχής· όμως οι μώλωπες στα παιδικά μπράτσα είναι σημάδι βίας. Ο επισκέπτης δεν ξέρει τι να συμπεράνει. Υπάρχει η τηλεόραση· πάντοτε αναμμένη, ενίοτε χωρίς ένταση· είναι πάντα εκεί, πάντα, όπως τα πράγματα που είναι ενίοτε ξεχασμένα όμως δεν παύουν να είναι, όπως ο θάνατος, όπως η ζωή. Το καλοκαίρι φυσάει μέσα απ' τις κουρτίνες· οι κουρτίνες φουσκώνουν. Για τα παιδικά μάτια, πίσω από τις κουρτίνες υπάρχει ένα φάντασμα. Για τον επισκέπτη, πίσω από τις κουρτίνες υπάρχει ο αέρας. Και οι δύο θεωρούν πως ο άλλος είναι ηλίθιος που δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός. Ο επισκέπτης ρωτάει πού είναι η μητέρα. Δεν ξέρουν· λένε: στην δουλειά. 

 Ο επισκέπτης αποφασίζει πως είναι υπερβολικός. Διασχίζει το στενό με τα χέρια στις τσέπες. Ο χρόνος στάζει πίσω του, βιαστικός.



  
  Το ένα ζευγάρι παπούτσια είναι 45, το άλλο 40. Στο τραπέζι υπάρχει αλκοόλ, τσιγάρα. Οι φωνές ηχούν περίεργα ενήλικες. Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι· υπάρχει η καρέκλα του καφενείου. Δεν υπάρχουν δάκρυα· δεν υπάρχει θλίψη. Αυτός ο θάνατος έφερε μόνο ανακούφιση. Αυτά τα στόματα ήταν πάντα σιωπηλά· μα αυτά τα στόματα τώρα δεν σταματούν να μιλάνε. Υπάρχει πάντα αυτή η λέξη: θυμάσαι. 
  

 Υπάρχει το σπίτι· υπάρχουν τα παπούτσια νούμερο 45 και τα παπούτσια νούμερο 40. Ο άνδρας και η γυναίκα δεν υπάρχουν πια. Όπως δεν υπάρχει εκείνη η γάτα, εκείνη η πλαστική καρέκλα, εκείνος ο καναπές. Η πόρτα του μεγάλου υπνοδωματίου ανοίγει. Εκεί, υπάρχουν όλα. Υπάρχουν οι ερωτήσεις, υπάρχουν οι απαντήσεις. Ο άνδρας έχει ταυτότητα, κλειδιά ενός γραφείου, κλειδιά ενός αυτοκινήτου, εισιτήρια, υπάρχουν ονόματα άγνωστων γυναικών, υπάρχουν χρήματα. Η γυναίκα είχε σημειώσεις, χάπια. Φωτογραφίες. Υπάρχει ένα πρόσωπο περίπου άγνωστο και περίπου γνωστό. Ο χρόνος είναι νεκρός· τα δύο ζευγάρια μάτια καταπίνουν το γνώριμο πρόσωπο της φωτογραφίας· η ανάμνηση υπάρχει· είναι ένα κουβάρι μπερδεμένο. Το ξετυλίγουν με υπομονή. Στο τέλος του, υπάρχει εκείνος ο δρόμος. Το στενό, τα χαμηλά σπίτια, η είσοδος του σπιτιού. Εκείνα τα μηχανάκια. Υπάρχουν εκείνα τα χέρια, τα πόδια, τα γερασμένα χέρια και πόδια, και εκείνο το καπέλο. Το καπέλο καλύπτει το πρόσωπο· είναι το πρόσωπο της φωτογραφίας.

 Ο χρόνος παραμένει νεκρός. Υπάρχει ο ήχος από φερμουάρ που κλείνουν. Η πόρτα κλείνει και τα σώματα χάνονται πίσω της. Υπάρχει το πονηρό, φθινοπωρινό κρύο. Τα σώματα αποχαιρετιούνται άτσαλα. Ο μεγάλος σκέφτεται: τόσος πολύς νόστος, τόσο λίγο άλγος. Δεν μιλάει. Υπάρχει η αμηχανία, το κενό. Δεν υπόσχονται να ξαναβρεθούν. Τα παπούτσια νούμερο 40 έστριψαν δεξιά. Τα παπούτσια νούμερο 45 έστριψαν αριστερά. 

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

σερετονίνη για καλοφαγάδες

 Τέσσερις και έξι, φαντάζομαι πως σιδερώνω όλες τις φορές φέτος που ήταν νύχτα και γελούσα, ή πως ξεφλουδίζω τον ουρανό με το νύχι του μικρού μου δαχτύλου. Τα χέρια μου είναι σαν αποκολλημένα από το υπόλοιπο σώμα, και στον πάγκο της κουζίνας μου ξεπαγώνει υπομονετικά ένα κουτί με άσκοπες συναναστροφές που φρόντισα να φυλάξω για όταν ξεμείνω. Αναρωτιέμαι πόση ώρα θα κρατήσει αυτή η αναμονή. Έχω έναν ελαφρύ πονόκοιλο· η μιζέρια με βαράει στο συκώτι· το είχαμε πει έτσι κι αλλιώς πως αυτός ο αιώνας θέλει γερό στομάχι. Θα μπορούσα να την ξεράσω, αλλά αντιπαθώ πολύ τους εμετούς. Ειδικά τους δικούς μου. Σε κάθε περίπτωση, έχω σκεφτεί όλες τις εναλλακτικές· και τις απέρριψα όλες ώσπου να φτάσω εδώ. Απέναντι μου κρέμεται ένα κάδρο· αρκετά κοινότυπο· η εμμονή της μνήμης του Νταλί. Ωραίο κάδρο· ωραίος κι ο Νταλί· είχα διαβάσει πως έτρωγε κίτρινο χρώμα για να γίνει χαρούμενος· μπορεί βέβαια να λέω και βλακείες. Απ' έξω ακούγονται χειροκροτήματα. Γελάω. Υπάρχει άραγε καλύτερη περιγραφή της ηττοπάθειας από το χειροκρότημα; Σιγουρεύτηκα μια μέρα που είδα τυχαία κάτι γέρους να χειροκροτούν μπροστά σε μία τηλεόραση. Τέσσερις και εφτά. Αν φορούσα γραβάτα, θα την χαλάρωνα. Δεν ήθελα ποτέ να γεράσω. Οι άνθρωποι άνω των εξήντα μου φαινόντουσαν αποκρουστικοί. Έχει πλάκα αυτό· τώρα μόνο συνειδητοποιώ πως, το γεγονός να είσαι ζωντανός ίσως είναι πολύ ασήμαντο σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους -που είναι εξίσου ζωντανοί με εσένα- αλλά έχει ταυτόχρονα βαρύτατη προσωπική σημασία. Προσωπική και μοναδική· που δεν μοιράζεται. Είναι αργά για τέτοια όμως. Τέσσερις και εφτά και είκοσι. Το σώμα φαντάζει εξαιρετικά γνώριμο, εκτός από τις στιγμές που το κοιτάζεις. Έχω τα δάχτυλα του πατέρα μου και την μέση της μάνας μου. Όμως το σημαντικότερο πράγμα που κληρονόμησα κι απ' τους δύο, είναι οι αμαρτίες τους. Όπως όλοι. Γι' αυτό άλλωστε "τα καλύτερα παιδιά είναι αυτά που σε κάνουν να ξεχνάς τον πατέρα τους". Σκέφτομαι τους ανθρώπους που με περιμένουν, αλλά εγώ δεν θα πάω· και όλους εκείνους που περιμένω, αλλά δεν θα έρθουν. Σκέφτομαι και εκείνο το ποίημα· δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω. Ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω. Τέσσερις και εφτά και μισό. Χειροκροτήματα ξανά. Αυτή είναι η πιο τραγελαφική απάντηση στην φάρσα που έστησα στον εαυτό μου. Ίσως να χειροκροτούν για μένα. Αυτή η σκέψη μου προκαλεί έναν περίεργο ενθουσιασμό· δεν έχουν ποτέ χειροκροτήσει για μένα. Ψέματα- μία φορά μόνο. Είχε πεθάνει η γιαγιά μου, ήταν Μάρτης του 2003 και τότε είδα νεκρό άνθρωπο πρώτη φορά. Ήταν παγωμένη, λευκή και ακίνητη. Αυτό ήταν όλο. Η μάνα μου είχε γράψει έναν λόγο, κάτι τέτοιο, ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα για την κηδεία, αλλά δεν άντεχε, λέει, να τον εκφωνήσει η ίδια. Μου ζήτησε να το κάνω εγώ. Ήταν απλοϊκός λόγος· αγαπημένη μας μητέρα, αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που.. Έλεγε τις κοινότυπες βλακείες: πως η ζωή είναι ένα ταξίδι που κάποτε τελειώνει και κάτι για την Ιθάκη και τον προορισμό και κάτι για τον παράδεισο. Διάολε, τι μεγάλο ανέκδοτο κι αυτός ο παράδεισος! Στο τέλος, όλοι χειροκρότησαν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να υποκλιθώ ή όχι. Τέσσερις και εφτά και σαράντα. Θυμήθηκα τον παππού μου· ήταν ο μόνος συγγενής μου που συμπαθούσα ειλικρινά· τη μέρα που πέθανε η γιαγιά μου, με είχε πάρει παράμερα και μου 'λεγε κι εκείνος τα δικά του· κάτι για την ζωή, πως είναι σαν την θάλασσα, με τα κύματα και τις φουρτούνες και τις καλοσύνες, κι ότι εμείς την διασχίζουμε κάθετα -κάθετα, όχι οριζόντια- και τα λοιπά, και τα λοιπά. Δεν είπε τίποτα για παράδεισο· είπε απλώς ότι στον πάτο αυτής της θάλασσας φτάνεις μόνο πνιγμένος. Τέσσερις και οχτώ. Είναι σαν να βλέπω ένα απόκοσμο όνειρο· και σίγουρα δεν ισχύει αυτή η φήμη πως βλέπεις μία ταινία με τις καλύτερες στιγμές της ζωής σου να περνάει από μπροστά σου. Οι άνθρωποι κατασκευάζουν απίστευτα πράγματα για να παρηγορηθούν για το μέλλον που τους περιμένει. Και για το παρόν που τους βασανίζει. Όπως το 1999 που σκοτώθηκε εκείνο το παιδί στη γειτονιά· η αδερφή του ανέβαινε στην ταράτσα κάθε τόσο και φώναζε το όνομά του. Την έπιασε η μάνα της και την έσπασε στο ξύλο· τι σκατά κάνεις, της λέει· κι εκείνη απάντησε πως του φωνάζει, για να ακούσει απ' τον ουρανό και να κατέβει. Σκέφτομαι πως θα 'ταν ωραία να χτυπούσε τώρα ένα ξυπνητήρι, το ξυπνητήρι μου· να ξυπνήσω και να 'ναι ακόμα 1999. Θα 'ταν στ' αλήθεια ωραία. Τέσσερις και οχτώ και δέκα δεύτερα. Η ζάλη ήρθε πάνω στην ώρα που είχα αρχίσει να μετανιώνω. Γύρισα το κεφάλι δεξιά και κοίταξα τον ολόσωμο καθρέπτη που υπάρχει στο σαλόνι. Ήταν η δεύτερη φορά στην ζωή μου που έβλεπα νεκρό άνθρωπο. 


Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

 Ζούμε όλοι στριμωγμένοι σ' ένα περβάζι:
μια λάθος κίνηση, μια σπρωξιά και.. 

 Στραβοκατάπια. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Ποια είναι η σωστή απάντηση στο χέρι που ζητιανεύει; Δεν έχω ψιλά; Αφού έχω. Το θέμα είναι ότι δεν έχεις ανάγκη τα ψιλά, και αυτά που έχεις ανάγκη δεν μπορώ να σου τα δώσω. Οπότε, ας σου δώσω τα ψιλά; Μα μην μου ζητήσεις ξανά κι αύριο γιατί δεν θα 'χω να σου δώσω. Κατάλαβες; Και δεν κυριολεκτώ. Θα ήθελα να είμαι όλα αυτά τα μαγικά πράγματα που θα μπορούσα να είμαι. Όλα τα μαγικά και τα ωραία πράγματα. Η γιαγιά μου έλεγε -και το πίστευε βαθιά- πως αν δεις στον ύπνο σου κάποιο δικό σου άνθρωπο νεκρό, αυτό σημαίνει γι' αυτόν μακροζωία κι ευδαιμονία. Σε είχα δει στο λευκό φέρετρο, με το λευκό πουκάμισο, δεν σου πήγαινε καθόλου. Κι άλλωστε το άσπρο είναι για τους δειλούς. Όπως τα παυσίπονα. Ακούς ρε μαλάκα; Τα παυσίπονα είναι για τους δειλούς. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Και τα παυσίπονα είναι για τους δειλούς. Από τότε που άκουσα αυτό το σκυλί να ουρλιάζει, όλα μου τα τραγούδια μιλάνε για θάνατο. Θυμάται κανείς; Θυμάται κανείς που του το αφηγόμουν; Για εκείνο το σκυλί, ήταν εδώ, εδώ ακριβώς, Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Εδώ ακριβώς. Δίπλα σ' αυτό το κωλονάκι. Εδώ, ήτανε ένα αλουμινόχαρτο, είχε μέσα λίγο τυρί. Τυράκι, κίτρινο, ξέρεις. Και μια λευκή σκόνη. Δίπλα το σκυλί ξαπλωμένο. Ούρλιαζε. Θυμάται κανείς, ρε; Μπορώ, να, έτσι, άμα κλείσω τα μάτια, μπορώ να το ακούσω πάλι. Λοιπόν, αυτό ήτανε ξαπλωμένο και ούρλιαζε. Ούρλιαζε. Και εγώ στεκόμουνα και έχασκα. Σα μαλάκας. Έσκυψα, το πήρα στην αγκαλιά μου, με γέμισε αφρούς και σάλια. Έτρεξα, δεν ήξερα και την πόλη, μόνο βάλθηκα να τρέχω τον δρόμο και να ρωτάω όλους τους περαστικούς, ένα κτηνίατρο, ένα φαρμακείο, πού υπάρχει; Οι οδηγίες ήταν σκατά αλλά το βρήκα. Όταν πάτησα το πόδι μου στο κτηνιατρείο, είχε ήδη ξεψυχήσει. Στα χέρια μου. 
 Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Είχα καθίσει σ' ένα παγκάκι. Μετά που έφυγα από το ιατρείο, είχα καθίσει σ' ένα παγκάκι. Κάπου εδώ, κάπου κοντά στο αλουμινόχαρτο. Με το τυρί. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Το ξηλώσανε όμως. Το ξέρεις; Το ξέρει κανείς; Το ξηλώσανε το παγκάκι που σε κήδεψα. Αυτό είναι το ξέσπασμά μου. Με σκοτώνεις, κάθε βράδυ με σκοτώνεις. Αυτό το ουρλιαχτό, αυτή η ανάμνηση, αυτή η πουτάνα, κάθε βράδυ, όχι εσύ, αυτή η πουτάνα η ανάμνηση, κάθε βράδυ με σκοτώνει. Το ξέρεις ότι ξηλώσανε το παγκάκι μας; Το ξηλώσανε. Πέρασα ένα απόγευμα και δεν ήτανε πια εκεί. Σχεδόν μπερδεύτηκα και νόμιζα πως ήμουνα σε άλλο δρόμο. Ρώτησα τον περιπτερά, εδώ, του λέω, δεν ήτανε ένα παγκάκι; Αμέ. Το ξηλώσανε σήμερα, έτσι μου είπε. Δεν ήξερε, όμως, γιατί. Έκατσα εκεί και έχασκα σαν τον βλάκα. Όπως τότε. Και του κατέβασα όλη την ιστορία. Για σένα, για το ουρλιαχτό. Για τα σάλια σου στην μπλούζα μου που δεν ήθελα λέει να ξεπλύνω, γιατί ήτανε το μόνο ζωντανό πράγμα που είχε απομείνει από εσένα. Ρώτησα τον περιπτερά, του λέω, εσύ τι πιστεύεις; Φταίω; 
 Αλλά δεν ήξερε. Κανένας δεν ξέρει αν φταίω. Κανένας δεν έχει θάρρος να μου πει άμα φταίω. Για αυτό στέκομαι εδώ πέρα. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Και ρωτάω τους περαστικούς, τον περαστικό, τι πιστεύει, φταίω; Φταίω; Εσύ; Εσύ τι πιστεύεις, φταίω; Μακάρι να μπορούσα να πω "αν δεν είχα περάσει από δίπλα του, θα 'ταν νεκρός". Αλλά δεν γίνεται. Και που πέρασα, δεν άλλαξε τίποτα. Εσύ τι πιστεύεις; Αν, ας πούμε, είχα κάνει πιο γρήγορα; Αν είχα περάσει δέκα λεπτά νωρίτερα; Δέκα λεπτά. Ξέρεις τι έκανα δέκα λεπτά πριν; Έφτιαχνα τα μαλλιά μου στον καθρέφτη. Είχα, λέει, μια δουλειά σημαντική. Κατάλαβες; Είχα μία δουλειά σημαντική, και δεν ήξερα, δεν ήξερα, αυτό είναι το πρόβλημα, γι' αυτό δεν φταίω. Όμως όταν έμαθα, μέχρι να σε πάρω στα χέρια μου, αυτό το λίγο, αυτή η μικρή στιγμή που έκατσα κι έχασκα σαν τον βλάκα μέχρι ν' αποφασίσω τι σκατά να κάνω, αυτή η λίγη ώρα, θα μπορούσες να ήσουνα ζωντανός, κατάλαβες; Για αυτό φταίω. Φταίω. Όπως έφταιξα και άλλοτε. Τότε. Όπως έφταιξα τότε με το σκυλί και το αλουμινόχαρτο. Κατάλαβες; Γιατί αυτή η ιστορία, αυτός ο θάνατος, αυτό συνέβη δύο φορές. Δύο. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Σ' αυτό το παγκάκι που τελικά ξηλώσανε. Που ήρθα και κάθισα όταν έμαθα ότι. Ότι. Σ' αυτό το παγκάκι, σ' αυτό. Σ' αυτό ακριβώς. Και έβαλα τη μούρη μου στα χέρια μου, σαν τον βλάκα, σαν την στρουθοκάμηλο που χώνει το κεφάλι της στο χώμα για να προστατευτεί, λες κι η υπόλοιπη δεν περισσεύει απ' έξω. Κατάλαβες; Και ρωτούσα, ρωτούσα για μέρες, για μήνες, εσείς τι πιστεύετε, εσύ, τι πιστεύεις, φταίω; Φταίω; Και δεν ξέπλενα το αίμα από την μπλούζα μου. Ούτε την άγγιζα. Την είχα αφήσει στο μέρος που την πέταξα όταν γύρισα σπίτι. Στο παγκάκι, στο παγκάκι περνούσε κόσμος, έβλεπε το αίμα, με ρωτούσε, κύριε, είστε καλά; Κύριε. Απαντούσα, δεν απαντούσα, δεν θυμάμαι. 
  
 Άκου, η μιζέρια δεν είναι βιοχημική. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Δεν φταίει ο εγκέφαλος. Αυτό που ζω, αυτό που αισθάνομαι τώρα, αυτό δεν είναι βιοχημικό. Δεν γίνεται να είναι βιοχημικό. Είναι ολόκληρο, υπάρχει, και το γέννησα, το γέννησα, που να με πάρει ο διάολος, το γέννησα. Δεν θέλω χάπια, δεν θέλω τίποτα, θέλω μόνο μία απάντηση, κάτι, να που πει κάποιος, φταίω; Φταίω; Και, στην τελική, πώς γίνεται να εμπιστεύεσαι το ίδιο σου το γαμημένο το κεφάλι στα χέρια αυτής της κοινωνίας που σε σκότωσε τη μέρα που γεννιόσουν για να ξεζουμίσει από εσένα εκείνο το μικρό ποσοστό που της αναλογούσε; Ουφ. Λαχάνιασα. Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Αυτή η βιοχημεία που τόσο περήφανα σου κατεβάζουν, είναι η φθηνή εξήγηση που δίνουν για να καλύψουν το κενό που δημιούργησαν. Γιατί, εντάξει, τώρα το κεφάλι συνήθισε σ' αυτόν τον μίζερο λάκκο και δεν λέει να βγει. Εντάξει. Όμως, γιατί μπήκε; Στο είπανε αυτό; Πώς να στο πούνε; Αφού αυτοί σε σπρώξαν. Να πέσεις απ' το περβάζι που, δήθεν, δεν χώραγες. Επειδή αυτοί, με τις μεγάλες, χοντρές κωλάρες τους, έπρεπε να βολευτούν πιο όμορφα. Στο είπανε αυτό; Ή μόνο τρομακτικές, μακροσκελείς λέξεις σε -ίνη; Γαμώ. Γαμώ. Θυμάται κανείς εκείνο το πεδίο ορισμου που ψάχναμε να βρούμε; Το βρήκα. Είναι Κονδυλάκη και Μελίνας Μερκούρη, γωνία. Θυμάται κανείς; Την είδηση, θυμάστε την είδηση; Πώς είναι δυνατόν να ξεχνάτε; Πώς γίνεται; Πώς γίνεται εκείνη η είδηση που τόσο ξερά περιέγραφε την ημέρα που κλειδώθηκες στο μπάνιο και πήρες το ξυράφι και το έβαλες εκεί που δεν ήθελα με τον τρόπο που δεν ήθελα και μετά εγώ μπήκα στο σπίτι και σε έψαχνα και φώναζα και δεν άνοιγε η κωλόπορτα του μπάνιου, αυτή η άσπρη, αυτή η κωλόπορτα, την είχες κλειδώσει, δεν σου έφτανε δηλαδή που, και την έσπασα την πουτάνα και μπήκα μέσα και σε βρήκα έτσι όπως σε βρήκα και έμεινα και έχασκα σαν τον βλάκα και αυτό το κόκκινο πράγμα ακόμα έσταζε, αλήθεια, ακόμα, το θυμάμαι, εσείς πώς γίνεται να μην θυμάστε, αφού το γράψαν κι οι εφημερίδες ακόμη, και εδώ, εδώ στο περίπτερο, την επόμενη μέρα, κρεμόντουσαν σαν κηδειόχαρτα τα πρωτοσέλιδα που θρηνούσανε δήθεν για σένα, πώς γίνεται να μην θυμάστε, αυτά τα πρωτοσέλιδα, και το σκυλί, το σκυλί που ούρλιαζε, λες και το 'στειλε, δεν ξέρω ποιος, λες και, δεν ξέρω, το σκυλί που ούρλιαζε, πώς γίνεται, πώς γίνεται τότε, γιατί να μην ήξερα, γιατί να έστεκα έτσι να χάσκω, γιατί να μην καταλάβαινα, τι το ήθελα το γαμήδι το ξυραφάκι, γιατί δεν άκουγα, αγκαλιάστε με, αγκαλιάστε με γαμώ την παναγία σας, αγκαλιάστε με και πείτε μου πως φταίω, όχι για την ώρα του θανάτου μα για την πορεία του, αγκαλιάστε με, γαμώ την παναγία σας, και πείτε μου, φταίω; Φταίω 

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

αν με πίστευες λιγάκι, θα 'ταν όλα αληθινά

 Ο μύθος έλεγε πως στο τέλος του λευκού δρόμου π' ανοίγει το φεγγάρι στην θάλασσα τη νύχτα, βρίσκεται το σεντούκι με τον μεγαλύτερο θησαυρό. Μας το 'λεγε η μάνα μας όταν ξαπλώναμε για ύπνο, μαζί μ' άλλες ιστορίες. Μεγαλύτερο απ' το σεντούκι που 'ναι στην άκρη του ουράνιου τόξου; Μεγαλύτερο, έλεγ' η μάνα μας. Κι έχει μέσα όλου του κόσμου τα μεταξωτά και τα διαμάντια, αυτά που για χρόνια μαζεύαν οι γοργονάνθρωποι απ' τα ναυάγια. Τον φυλά η Μεγάλη Φάλαινα, που 'ναι σε μήκος όσο το χωριό μας· λένε πως έκλεψε το σεντούκι απ' τις γοργόνες, κι ο Ποσειδώνας, για να την τιμωρήσει, την καταδίκασε να 'ναι για πάντα μονάχη, στο βάθος της θάλασσας. Την αλυσόδεσε δίπλα στον θησαυρό κι έδωσε το κλειδί να το καταπιούν οι καρχαρίες. Κι έτσι η Φάλαινα πια δεν κουνά· μόνο τραγουδεί και φυλά τον θυσαυρό της σα να 'ναι μικρό παιδί.. Εγώ, μάνα, δεν φοβάμαι. Θα πάω να βρω τον θησαυρό, να γιατρέψω την φτώχεια μας. Έτσι έλεγε ο αδερφός μου κι η μάνα μου γελούσε γαληνεμένη. Να πας, παιδί μου. 

 Όταν τη βρήκαμε στο πάτωμα κάτασπρη, ο αδερφός μου ήτανε πια δεκατριών κι εγώ δεκάξι. Έτρεξε να φέρει το γιατρό κι εγώ έμεινα στο πλάι της, να της μιλώ και να την λούζω με κρύο νερό, να ξυπνήσει. 

 Απόγεμα καλοκαιριού κι έτρεχε μπροστά ο αδερφός μου κι εγώ ξωπίσω. Τον έβλεπα να χάνεται πίσω από χορτάρια ίσαμε δυο φορές το μπόι του. Φωνές και γέλια. Θα πάω, έλεγε. Θα πάω, κι ύστερα δεν θα περπατάς ξυπόλυτη, κι η μάνα μας θα φοράει μακριά χρωματιστά φορέματα. Με μετάξια και βαμβάκια που πλέξανε γι' αυτήν οι γοργόνες. Μετά το χωράφι, απλωνότανε η παραλία. Τρέχαμε κι αφήναμε στην αμμουδιά παιδικές πατημασίες. Αυτά τ'απογεύματα παίρνανε πάντα αναβολή. Λίγο ακόμη, λίγο ακόμη. Καθόμασταν στο μόλο και χαζεύαμε τις ψαρόβαρκες που γυρνούσανε. Ώσπου να νυχτώσει, κι ύστερα η μάνα μας ήξερε πού να μας βρει. 
 Με τ' άλλα παιδιά του χωριού δεν ανταλλάζαμε πολλές κουβέντες. Κάνανε πράματα που εμάς δεν μας νοιάζανε. Είχαμε, έτσι κι αλλιώς, ο ένας τον άλλο. Κι αυτό το συνήθειο, όπου περνάμε να μας φωνάζουνε τα ορφανά. Τα στιγματισμένα. Πού 'ναι, ρε, ο πατέρας σας; Έτσι μας λέγανε. Κι αυτό ρωτούσαμε κι εμείς. 

 Η μάνα δεν ξύπνησε. Ό,τι έμεινε απ' την αγκαλιά ήτανε μια μαρμάρινη πλάκα μ' ένα όνομα και δυο χρονολογίες.

 Καθίσαμε στο μόλο ξανά. Ήμασταν πια μεγάλοι και δεν πείραζε να μην ήμασταν σπίτι κι ας είχε νυχτώσει από ώρα. Μου έλεγε πως δεν του αρέσει στο σπίτι με την κυρά Μαρίνα. Είχε σημάδια στα χέρια απ' τη βέργα. Του 'δειξα τα δικά μου. Η Μαρίνα ήτανε η γυναίκα του παπά. Με 'κλεινε στην αποθήκη και μου 'λεγε πως από τότε που 'ρθα στο σπίτι, ο παπάς μόνο τα μπούτια μου κοιτάζει. Με χτυπούσε παντού. Κάθε μεσημέρι, στην αποθήκη. Πως όλο πιάνει τον παπά που χαζεύει τα στήθια μου. Με φώναζε με λέξεις που δεν ήθελα να μάθει ο αδερφός μου. Δάκρυσε πρώτος. Εγώ έπρεπε να 'μαι η δυνατή και να μην κλαίω. Περάσανε έτσι ώρες. Κείνος να κλαίει στην αγκαλιά μου κι εγώ να γλείφω τα δάκρυα απ' τα μάγουλα, πριν στάξουνε και με καταλάβει. Είχαμε στην πλάτη μας εκείνο τον γιγάντιο λίθο της ματαιότητας. Για ένα πιάτο φαί κι ένα κρεβάτι να ζούμε έτσι ταπεινωμένοι. Κι η μοίρα που αντάλλαξε το μητρικό χάδι με τη βέργα.
 Αν βρίσκαμε τον θησαυρό, ξεκίνησ' ο αδερφός μου. Ποιον θησαυρό; Έκαμα πως δεν θυμόμουν. Το σεντούκι της Μεγάλης Φάλαινας. Εγώ ήξερα πως τέτοια πράματα δεν υπήρχανε. Μα μπροστά στη λάμψη που πήρανε ξάφνου τα μάτια του αδερφού μου, δίστασα. Δεν μίλησα. Εκείνος συνέχισε. Πως θα κλέψουμε το καίκι του Γιώργη, που 'ναι το πιο μεγάλο καράβι και θ' αντέξει στις φουρτούνες περισσότερο. Συμφωνήσαμε πως θα μπαρκάραμε το επόμενο βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα. Είχε ακόμα Πανσέληνο και θα βρίσκαμε τον δρόμο. 

 Μεσημέρι της επομένης, ο καύσωνας πύρωνε το χωριό, καθόμουνα ξαπλωμένη στην αυλή. Φορούσα το αγαπημένο μου φόρεμα, παλιό της μάνας μου, απ' όταν ήτανε ακόμα στην ηλικία μου. Η Μαρίνα έλειπε. Ο παπάς με πήρε απ' το χέρι·αντιστάθηκα· με τραβούσε με βία, βαθιά στα χωράφια. 
 Με παράτησε μόνη στα χορτάρια, ένιωθα το σώμα μου να σβήνει στον φόβο, ήταν τα πόδια μου ξένα, τα χέρια μου ξένα, το κεφάλι ξένο. Δεν μου άνηκα πια. Κουλουριάστηκα κι έγινα σπόρος, να φυτρώσει από 'μένα ένα μεγάλο, αιωνόβιο δέντρο. Έμεινα εκεί ως το ξημέρωμα, ψάχνωντας να βρω τα κομμάτια μου. 

 Κατέβηκα τον δρόμο προς την θάλασσα με πόδια που ίσα π' ακουμπούσανε το έδαφος καθώς έτρεχα να προλάβω τον αδερφό μου. Βρήκα μόνο τα παπούτσια και τα ρούχα του πεταμένα στην άκρη του μόλου. 


 Περιμένω τόσα μερόνυχτα να γυρίσει. Σαν άγαλμα μαρμάρωσα στην άκρη της αποβάθρας. Το φεγγάρι άδειασε, γέμισε, άδεισε, γέμισε ξανά. Αμέτρητες φορές παρακολούθησα τον κύκλο του. Απ' τον λαιμό μου περνούν οι ψαράδες τα ρεμέντζα απ' τα καίκια τους, κι ακουμπώντας στο σώμα μου τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουνε απ' τη θάλασσα στο μόλο. Όταν γεμίζει η Σελήνη, γυαλίζει το σώμα μου σαν το χρυσάφι. Κι εγώ, με αίγλη, τραγουδώ τη μοναξιά μου· και περιμένω πιστά τα χέρια που θα κλέψουνε τον θησαυρό μου. 

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Προσκολλημένοι Λοβοί

  Είκοσι ενός. Σοκάρεσαι; Άπλωσα το χέρι. Να δει τις τρύπες. Καύλωσες; Στο πρόσωπό του τρόμος ξεκάθαρος. Λέγε ρε. Καύλωσες; Θα μπορούσα να είμαι κόρη σου. Άνοιξα τα πόδια μου. Καύλωσες; Κλοτσιά στα αρχίδια. 
  Ψέματα. Τίποτα από αυτά. Με έχει δέσει στο κρεβάτι. Μου βαράει τον κώλο και θέλει να ουρλιάζω. Δεν αντέχω άλλο. Δεν αντέχω. Κάποτε-- 
  Θυμάμαι την πρώτη φορά που έσπρωξα χόρτο σ' έναν μικρό. Δεν θα 'τανε πάνω από δεκαπέντε. Η πρώτη κι η τελευταία. Του 'χα κάτσει τάπα, βέβαια, το 'ξερε εξ' αρχής· οι μικροί δεν ξέρουνε απ' αυτά, δέχονται ό,τι τους πλασάρεις. Και ρίγανη να του 'δινα, θα την έπαιρνε και θα 'λεγε κι ευχαριστώ. Ήρθε και με βρήκε στο παρκάκι όπως είχαμε συμφωνήσει. Κάτσαμε σ' ένα πεζούλι, μου 'δωσε τα λεφτά και του 'δωσα το σακουλάκι. Τόσα γραμμάρια. Έβγαλε να στρίψει τσιγάρο. Μέχρι τότε όλα καλά. Ήτανε άλλος ένας μαλάκας που του 'σπρωχνα μαλακίες για να τα βολέψω. Τότε βαρούσα περίπου μια φορά την εβδομάδα. Πρέζα, εννοώ. Μία φορά την εβδομάδα. Η άκρη μου μού 'δινε και το χόρτο που έσπρωχνα τώρα στον μικρό. Μου 'χε προτείνει να σπρώξω κι άλλα, αλλά δεν ήθελα. Τότε βλέπεις υπήρχε ακόμα μέσα μου μια ισχνή γραμμή αξιοπρέπειας. Όχι πως το να σπρώχνεις χόρτο σε πιτσιρίκα είναι αξιοπρεπές.. Ειν' όμως πιο ελαφρύ απ' το να χαπακώνεις καυλωμένα εφηβάκια που δεν ξέρουν άλλο τρόπο να τσακίσουν τις μέρες τους. Κάτι συζητούσαμε. Με τον μικρό. Του είπα κάτι, δεν θυμάμαι. Γέλασε. Μ' ένα γέλιο, ρε πούστη μου, αθώο. Παιδικό. Τον κοίταξα κι ήτανε, πόσο, δεκαπέντε; Δεκάξι; Θυμήθηκα τον αδερφό μου. Κοπήκανε τα πόδια μου. Τον αδερφό μου. Γαμώ τη φάρα μου, έσπρωξα μαύρο στον αδερφό μου! Σηκώθηκα κι έφυγα, τρέχοντας σχεδόν. Σκέφτομαι φορές-φορές εμένα μέσα απ' τα μάτια του μικρού. Πώς θα με 'βλεπε. Αν ήμουν πιο κουλ επειδή έλεγα "μαύρο" κι όχι "μπάφο". Ή μήπως τρόμαξε με τη μάπα μου; Ούτε τ' όνομά του δεν θυμάμαι. Ίσως και ποτέ να μην συστηθήκαμε. 
  Λέγε ρε γαμημένε. Καυλώνεις; Τι θες να κάνω για να καυλώσεις; Ό,τι θες. Αρκεί να μην χρειαστεί κουβάλημα. Ό,τι θες. Λέγε ρε. Τον βαρούσα και περίμενα να βγει το αίμα. Να πιτσιλίσει τα πάντα. Να το πιω, που να με πάρει. Όλο. Θα σου πιω το αίμα ρε γαμημένε. Στ' αλήθεια. Καυλώνεις; Λέγε ρε. Γουστάρεις; Πόσο σέξι είναι μία δολοφονία; Ψέματα. Αυτό δεν είναι δολοφονία. Αυτό είναι η απαίτηση της ελευθερίας μου. Πού είναι το όπλο ρε; Λέγε. 
  Είκοσι ενός. Έχω μακριά μαύρα μαλλιά και προσκολλημένους λοβούς. Πώς σε λένε; Δεν έχω όνομα. Κανείς δεν μου απευθύνει τον λόγο. Δεν έχω ταυτότητα. Δεν έχω επιλογές. Είμαι εμπόρευμα. Αναλώσιμο. Συσκευασία. Στα τραπέζια χοντροί καυλωμένοι μαλάκες με προσφέρουν με αντίτημο κάτι κωλόχαρτα. Πόσο; Πενήντα; Ή μήπως ένα πεντακοσάρικο; Δύο χιλιάδες; Ποτέ δεν έμαθα κι ούτε θέλω να ξέρω πόσο τους κοστίζει κάθε βράδυ να με σκοτώνουν. Ίσως αυτή η πληροφορία με οδηγήσει στην αυτοκτονία. Πόσο κάνω. Πόσο κοστίζω. Αν με παζαρεύουν. Αν μ' ανταλλάσσουν με πρέζα. Αν λένε, έχω μία στα μέτρα σου, ωραίο μουνί, μαύρα μαλλιά, με προσκολλημένους λοβούς. Ξέρει και κόλπα. Κανείς δεν λέει το όνομά μου. Κάποιοι επιλέγουν να με φωνάζουν κάπως. Μικρή. Μικρή τσούλα. Καυλιάρα. Και άλλα, πιο άρρωστα. Μάνα. Κάποιος με φώναζε μάνα. Ο Χοντρός με λέει αυτό. Φέρε αυτό με τους προσκολλημένους λοβούς. Είμαι φάντασμα. Δεν υπάρχω. Είμαι ένα κουτί κόκα κόλα στο ψυγείο τους. Δεν έχω όνομα. Διάολε, πόσο καιρό έχει να με ρωτήσει κάποιος το όνομά μου; 
  Τώρα, βαράω κάθε μέρα. 
  Αυτή η γραμμούλα αναβοσβήνει διαολεμένα -- 
  Λέγε ρε. Καύλωσες; Θα μπορούσα να είμαι κόρη σου. Έγλειψα το αίμα που έτρεχε από την βάση του κεφαλιού του. Αυτό το νεκρωμένο βλέμμα ήταν πιο ηδονικό από οτιδήποτε μπορούσα να φαντασιωθώ. Με σκέφτηκα για μια στιγμή, σε δέκα χρόνια από τώρα, σε κάποιο σπίτι σε κάποιοι νησί, στις βρώμικες στιγμές μου ν' αυνανίζομαι με αυτήν την ανάμνηση. Μ' αυτό το νεκρωμένο βλέμμα που μου 'λεγε πως δεν υπάρχει πια φόβος. Για μένα. Τίποτα. Λέγε ρε. Καύλωσες; 
  Μια μέρα μ' άφησαν να πλυθώ, μου έφεραν σαπούνια και μου 'δωσαν να πλυθώ, θα 'ρχοταν λέει ένας άνθρωπος πολύ σημαντικός και έπρεπε γι' αυτόν να είμαι καθαρή. Καθαρή; Γέλασα. Μου ρίξανε ένα χαστούκι για παραδειγματισμό. Κλείστηκα στο μπάνιο για περισσότερο από μια ώρα. Θεέ μου. Δεν έκλαιγα. Όχι. Ζούσα τον απόλυτο παράδεισο. Αυτό το σαπούνι ήταν θαυματουργό. Ήταν το σαπούνι της μάγισσας. Από το νανούρισμα. Το νανούρισμα που μου 'λεγε η μάνα μου μικρή για να κοιμηθώ. Το σαπούνι που επούλωνε, ξέπλενε, αθώωνε. Μ' αυτό το νερό έπλυνε τα χέρια του ο Πιλάτος. Οι τρύπες κλείνουν. Κλείνουν. Δεν υπάρχουν. Δεν υπήρξαν ποτέ. Οι πληγές μου. Οι φλέβες. Η πρέζα φεύγει. Φεύγει. Δεν υπήρξε ποτέ. Τα βήματα σβήνονται, επιστρέφω στην αφετηρία. Αφετηρία. Διάολε. Διάολε. Ο αδερφός μου. Διάολε. 
  
  Υπήρχε ένας, ένας συγκεκριμένος. Δεν ξέρω τι και πώς. Είχε έρθει πάνω από μία φορά. Πολλές. Πολλές περισσότερες. Και ποτέ, δεν με άγγιξε ποτέ. Δεν ξέρω πόσα πλήρωνε. Πού τα 'βρισκε. Ή γιατί. Έμπαινε, έκανε ερωτήσεις. Το έπαιζε όμως καλά. Όταν ο μπράβος έκλεινε την πόρτα με το προειδοποιητικό "κάνε ό,τι θες, απλά να μην χρειαστεί κουβάλημα" εκείνος απαντούσε γελώντας πονηρά. Έλεγε, θα προσπαθήσω. Κι όμως, ποτέ. Ποτέ δεν με άγγιξε. Ούτε τρίχα. Καθόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, εγώ λυνόμουν. Υπήρχα ξανά. Ήμουν. Ήμουν κάτι, κάποια, είχα σάρκα, οστά, είχα αίμα, μάτια, κεφάλι. Είχα παρελθόν, παρόν, μέλλον. Ήθελα. Κάτι. Οτιδήποτε. Με ρωτούσε, τι θέλεις; Ένα τσιγάρο. Μια πορτοκαλάδα. Και το έφερνε. Μια τσίχλα. Τι γεύση; Κανέλα. Εντάξει, κανέλα. Ποτέ, ούτε μια τρίχα απ' τα μαλλιά μου. Έκανε ερωτήσεις. Από πού ήρθα, γιατί είμαι εδώ. Πώς και γιατί. Πώς μου φέρονται, πότε έρχονται, πότε φεύγουν. Αν ξέρω τις άλλες. Πού κοιμάμαι. Τι τρώω. Ό,τι ήξερα. Ονόματα. Του έλεγα ό,τι μπορούσα. Όχι στην αρχή. Στην αρχή τίποτα. Φοβόμουν. Νόμιζα ήταν τίποτα παιχνίδια τους. Όμως τόσα χρόνια ανάμεσά τους έμαθα να τους αναγνωρίζω. Αυτούς και τις βρώμικες μάπες τους. Το λαίμαργο βλέμμα τους π' έσταζε -σχεδόν- σάλια. Μιλούσε και ρωτούσα εγώ μέσα μου, διάολε, πόσος καιρός έχει περάσει απ' την τελευταία φορά που 'νιωσες ασφαλής; Του έλεγα ό,τι ήξερα. Και για 'μένα, διάφορα. Για τον αδερφό μου. Με πόσους έχεις πάει; Αμέτρητους. Ονόματα. Δεν μπορείς να φανταστείς. Πολλούς τους ξέρεις. Στην τηλεόραση και τέτοια. Τους έχω δει. Και με γραβάντες, και με ράσα. Οι μπράβοι σ' αγγίζουν; Όχι. Ποτέ. Ο Χοντρός; Ίσως. Γιατί; Του έδειξα τις τρύπες. Έγνεψε. Πώς σε λένε; 
  Διάολε. 
  Πώς σε λένε; 
  Πώς σε λένε; 
  Πώς σε λένε; 
  Η ερώτηση επαναλαμβανόμενη στο μυαλό μου, μια ηχώ, ένας ατελείωτος κύκλος αναμνήσεων, λες και θυμόμουν κάθε άλλη φορά στην ζωή μου που μ' είχαν ρωτήσει, συγκεκριμένα και χωριστά. Πώς σε λένε; 
  Άννα. 
  Εσένα; 
  Παύλο. 

  Άννα. Είπε το όνομά μου πολλές φορές. Άννα. Τόσο ωραίο όνομα. Τόσο ωραίο. 
  Είναι αυτό το τραγούδι, αυτό το συγκεκριμένο, μιλάει για την πρέζα και είναι ξεκάθαρο, αυτό το γαμημένο τραγούδι, την λέει παυσίπονο, παυσίπονο, κατάλαβες; Θα εκραγώ ρε γαμημένοι, τι παυσίπονο, ποιο παυσίπονο, άνοιξα το παράθυρο και ούρλιαζα, ούρλιαζα, θα φτύσω το πνευμόνι μου ρε μαλάκες, για τι παυσίπονο, ποιο παυσίπονο, θα σας σκοτώσω ρε, όλους ρε μαλάκες, όλους, με πούλησαν και σήμερα ρε, με πούλησαν, πόσο κάνω ρε; Πόσο έκανα; Καυλωνετε ρε; Ήμουν γυμνή. Άγγιξα το βυζί μου. Καυλώνετε; Πείτε ρε. Πείτε ρε γαμημένοι. Θα με σκοτώσουν σήμερα. Ή θα τους φάω ζωντανούς. 

 Ο Παύλος. Ερχόταν, όπως σου 'πα. Κάθε τόσο, ίσως κάθε μήνα. Κάτι τέτοιο. Κι όλο ρωτούσε. Μου 'φερνε πράγματα μικρά, καθημερινά. Που ήθελα. Ο Παύλος με φώναζε με το όνομά μου. Όχι σ' αυτούς. Μόνο μεταξύ μας. Τον ρώτησα μια μέρα τι ζητούσε και τα 'κανε όλα αυτά. Χαμογέλασε. Δεν απάντησε. Όμως στ' αλήθεια, δεν ξέρω πώς να το πω. Ένιωσα πέντε χρονών κορίτσι, στην αγκαλιά της μάνας μου. Όλα τα προβλήματα μακριά. Κανείς και τίποτα. Όχι όπως όταν με ξέπλυνε το μαγικό σαπούνι. Όχι. Αυτήν την φορά οι τρύπες υπήρχαν, ανοιχτές, σαν μάτια, με κοιτούσαν. Όμως δεν πείραζε. Τις κοιτούσα πίσω, και δεν πείραζε. Ήταν νεκρές. Σαν τον Χοντρό. Σαν τον μπράβο έξω απ' την πόρτα. Άκου που σου λέω, τώρα εγώ είμαι κλεισμένη εδώ μέσα κι αυτός ο τύπος που δεν ξέρει καν τ' όνομά μου έχει πληρώσει για να με 'χει στην κατοχή του για τις επόμενες ώρες. Για να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να μην χρειαστεί κουβάλημα. Άκου, εγώ τώρα είμαι η Άννα, γεννήθηκα εκεί, μεγάλωσα εκεί, έζησα αυτά κι αυτά, είχα έναν αδερφό, μια μάνα, έναν πατέρα, είχα φίλους, είχα έναν σκύλο, πήγαινα σινεμά και μου άρεσε το παγωτό, όμως τώρα είμαι μια κονσέρβα στο ντουλάπι τους, είμαι προς πώληση, είμαι μια γραμμούλα στο μενού τους, κατάλαβες; Και όλα αυτά ενώ έξω, έξω ρε, δυο τετράγωνα παρακάτω, πέντε φίλοι κάθονται σ' ένα πάρκο και συζητάνε, πιο δίπλα οι καφετέριες γεμάτες κόσμο, καταλαβαίνεις ρε; Μία γυναίκα γεννάει και εγώ εδώ, είμαι ένα κονσερβοκούτι. Ένα πιτσιρίκι αγοράζει χόρτο. Οι φίλοι μου πίνουν μπύρες. Οι φίλοι μου. Με θυμούνται οι φίλοι μου; Ο αδερφός μου. Καταλαβαίνεις; Είμαι ένα κονσερβοκούτι στο ντουλάπι τους. Άκου 'παυσίπονο'. 
  Τόσο ωραίο όνομα. Τόσο ωραίο. Και να 'ναι ξεχασμένο. Έτσι είχε πει ο Παύλος. Τελευταία φορά που τον είδα. 
  Σε δέρνουν; Ναι. Καμιά φορά μόνη μου, καμιά φορά μπροστά σε άλλες, για παραδειγματισμό. Μιλάς με τις άλλες; Παλιότερα ναι. Νομίζω όσο πιο βαθιά μπαίνεις στη φάση τόσο πιο απομονωμένη σε έχουν. Άντρες; Υπάρχουν; Ίσως. Δεν ξέρω. Λογικά όχι κοντά σ' εμάς. Σίγουρα σε μικρές ηλικίες. Αυτοί είναι άρρωστοι. Ρε. Είναι άρρωστοι. Εσένα με ποιο νανούρισμα σε κοίμιζε η μάνα σου; 

 Έχω το όπλο του στην τσέπη μου. Ήταν επιλογή· ή η πόρτα προς τον μπράβο, ή το παράθυρο προς την αυτοκτονία. Διάλεξα την πόρτα. Είχα το όπλο στην τσέπη. Άδειασα και το πορτοφόλι του μαλάκα. Όταν βρουν την πόρτα μου ανοιχτή και τον μπράβο νεκρό, θα 'ναι αργά. Έριξα δύο φορές πριν ανοίξω την πόρτα. Ο μπράβος ήταν τόσο βλάκας που στεκόταν ακριβώς μπροστά της. Δύο σφαίρες στο κεφάλι. Κοιτούσα με γέλιο το νεκρό τωμάρι του. Πήρα το πορτοφόλι και το όπλο του. Ελευθερία, γαμημένοι. Ελευθερία. Σκέφτηκα τις άλλες. Στα άλλα δωμάτια. Με όλα αυτά τα χέρια πάνω τους. Όμως δεν υπήρχε τρόπος. Θα με τρώγανε πριν προλάβαινα να κάνω τίποτα. Κοίταξα το νεκρό τωμάρι του μπράβου. Σκέφτηκα να σερβίρω το κεφάλι του πάνω σε ασημένιο δίσκο, σε κάποιο κυριλέ εστιατόριο των Βορείων Προαστίων. Γέλασα. Βγήκα απ' το κτίριο. Ούτε που ήξερα πού σκατά ήμουν, τι ώρα είχε πάει. Τι στον πούτσο να κάνω. 

 Ελευθερία, ρε μαλάκες. Ελευθερία.
 Εσένα με ποιο νανούρισμα σε κοίμιζε η μάνα σου; 

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

να χεν' η θάλασσα βουνά

 [κι άγρια μονοπάθια, 
 να πάρω ένα και να 'ρθω
 μάθια γλυκά μου μάθια]*


  Κάθε καλοκαίρι μου χάριζε κι από ένα. Τα λέγανε αυτιά της θάλασσας και μου 'χε πει πως μ' αυτά η Πλανεύτρα άκουγε και μετέφερε τα λόγια των θαλασσινών. Έτσι, μου 'πε, αν μιλήσω για κείνον στη θάλασσα, εκείνη θ' ακούσει και θα μεταφέρει τα λόγια μου πάνω απ' τα κύματα. Κρατούσε ένα τέτοιο κοχύλι για τον εαυτό του, κι έτσι θα ίσχυε, λέει, το ίδιο και για μένα. Εγώ δεν φοβόμουν. Ούτε μ' άγγιζε καμία μοναξιά. Περπατούσα στην ακτή κάθε σούρουπο, το βλέμμα καρφωμένο στην πορεία που 'χα δει τελευταία φορά το πλοίο του να φεύγει. Τις μέρες με φουρτούνα, σφιγγότανε η καρδιά μου· περίμενα ν' αγαλλιάσει η θάλασσα, και πήγαινα τότε στην προβλήτα κι έστεκα ώρες ατέλειωτες, περιμένοντας λέει να φανεί ένα σημάδι, κάτι, να μου πει πως ειν' εντάξει. Φαντασμένη και 'γω, τι να λες.. Ύστερα, χάιδευα το κοχύλι που μου 'χε χαρίσει, ελπίζοντας παράφορα σε μαγείες που -ήξερα καταβάθος- δεν υπήρχανε. Αυτά όλα από ανάγκη. 
  Τα ταξίδια του ήτανε, πάνω-κάτω, εξάμηνα. Κι όταν γυρνούσε, ευχόμουνα βαθιά μέσα μου να μην ξαναφύγει. Μα πάντα έφευγε· και πάντοτε γυρνούσε. Και πού δεν είχε περάσει.. Μου 'φερνε πάντοτε πεσκέσια από ξένους τόπους. Γυρνούσε σ' εμένα με χέρια λερωμένα, από μέρη και σώματα που χάιδεψε χωρίς εμένα. Πάντοτε όμως μ' έπειθε πως ολ' αυτά τ' άγγιξε χωρίς να εγκαταλείψει την θύμησή μου. Εγώ δεν νοιαζόμουν. Το κοχύλι κρεμότανε στο στέρνο του έτσι κι αλλιώς· και τα μάτια χαρίζονταν στα δικά μου, κι ήμουνα σίγουρη πως δεν είχαν δοθεί σ' άλλη γυναίκα το ίδιο. Άλλωστε, έλεγα, κι εγώ θα διψούσα να γευτώ τον αέρα μιας ξένης σάρκας. Μιας Παριζιάνας, ή μιας Αμερικάνας ταγμένης στη ζάπλουτη μπουρζουαζία.. Κι ύστερα, ποτέ στ' αλήθεια δεν φοβήθηκα πως θα ερωτευόταν μιαν άλλη γυναίκα· έτρεμ' όμως η καρδιά μου όταν έβλεπα το βλέμμα του να χάνεται στην θάλασσα. Τέτοιον έρωτα, έλεγα, σ' εμένα δεν θα τον δώσει. Τέτοιαν αγάπη. Αυτόν τον πόλεμο είχα στην πλάτη μου. Κι όλο ρωτούσα γιατί γυρνά, αφού την αγαπά περισσότερο από 'μένα, κι όλο δεν απαντούσε. Αναγνώριζα όμως πως γυρνούσε σ' εμένα. Τα ταξίδια του δεν μ' αφορούσαν· όπως κι εκείνος δεν είχε δουλειά στην στεριανή ζωή μου, όσο έλειπε. Πάντα θεωρούσα, βλέπεις, αυτά τα δύο ως χωριστές υπάρξεις· σαν παράλληλα σύμπαντα που συμπορευόντουσαν στον ίδιο κόσμο. Ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω αυτόν τον άνθρωπο, αυτό το αμφίβιο της στεριάς και της θάλασσας, σ' ένα άτομο· παρά αντιμετώπιζα το θαλασσινό και το στεριανό του πρόσωπο ως όντα χωριστά. Διαφορετικά νομίσματα, κι όχι απλές όψεις. Έτσι, λοιπόν, εγώ είχα ταχθεί στον Στεριανό· εκείνον που μ' αγαπούσε εξίσου· μα ο πραγματικός μου έρωτας θαβόταν πλάι στον θαλασσινό. 
  Κάποτε, του μίλησα. Του ζήτησα να με πάρει μαζί του. Για ένα μόνο ταξίδι. Παράτολμη, βλέπεις, κι αλαζόνας. Μου είπε δεν θ' αντέξεις. Διαφώνησα. Του είπα πως η θάλασσα ήταν πάντα ο κρυφός μου πόθος. Γέλασε, ειρωνευόμενος την τόλμη μου. Εκνευρίστηκα τότε πολύ. Το κατάλαβε· δεν σώπασε. Σε γελάσανε, μου λέει. Και ποιός δεν μέθυσε με την ομορφιά αυτού του τέρατος, καθώς το χάζευε απ' την ασφάλεια της στεριάς. Και ποιος δεν μέθυσε, μου λέει, μα ποιος τόλμησε πράγματι να την ανταμώσει; Έκαμα να φύγω. Έβλεπα μπροστά μου έναν σκάρτο άνθρωπο που μου επιδείκνυε την περίσσεια ανδρεία του, έναντι της πλαστής μου δειλίας. Με τράβηξε πίσω. Δυο βδομάδες αργότερα, φόρτωσα τον σάκο στην πλάτη μου και πήγα στο λιμάνι. Θα σαλπάραμε. Λίγο πριν τραβήξουμε άγκυρα, πήδηξα όξω. Είχε δικαιωθεί, μα στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος χαμόγελου. Παρά μόνο τράβηξε το καπέλο απ' το κεφάλι και τ' ακούμπησε στο στέρνο· με κοίταζε κατάματα απ' το πλοίο, με μια θλίψη ευδιάκριτη, καθώς όλο τραβιότανε μακριά, προς το πέλαγο.
  Γονάτισα κι έκλαψα. 

  Ήτανε μεσημέρι Πρωτομαγιάς όταν σκόνταψα στο χωράφι κι έπεσα. Είχα στο χέρι ένα μάτσο λουλούδια κι όλα σκορπίστηκαν γύρω. Σηκώθηκα. Το χέρι μου πήγε κατευθείαν στο κοχύλι. Είχε γίνει χίλια κομμάτια. Απ' τον λαιμό μου κρεμόταν μονάχα ένα μαύρο λουράκι. Γύρισα σπίτι τρέχοντας. Ήξερα, σου λέω. Που να με πάρει, ήξερα. Έκρυψα το λουράκι κάτω απ' το μαξιλάρι. Είπα στη μάνα μου να προσευχηθεί· εγώ τέτοια πράματα δεν γνώριζα. Τράβηξα για το λιμάνι και περίμενα. 
  
  Τα μαντάτα φτάσανε αργά. Το πλοίο δεν φάνηκε. 


      Πάνε τώρα χρόνια. Με παντρέψανε μ' έναν συγχωριανό μας. Για την προίκα και την περιουσία. Φορές-φορές με φιλάει και νιώθω όμορφα. Ζούμε σ' ένα σπίτι στο βουνό. Το κύμα πια δεν τ' ακούω· παρά μόνο φορές-φορές χαζεύω το γαλάζιο της. Μα τα βράδια τριγυρίζει πάντα στο κεφάλι μου κείνη η φράση που μου 'χε αφήσει κάποια φορά ο ναυτικός σ' ένα σημείωμα, πλάι στο κοχύλι:

Θε μου, ποια ρίζα να κόψω ξέχασα 
κι όλο πίσω με τραβά. 




*https://www.youtube.com/watch?v=UexiYTMFVxg

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Είπες πως όλα είναι σε τάξη;

 Όχι. Όχι τελείως. Όχι, αν τεντώσεις τ' αυτί κι ακούσεις, θα δεις. Λοιπόν; Όχι, μην μιλάς, άκου. Ακούς τον μακρινό θόρυβο; Είναι οι φωνές των παιδιών που δεν γεννήθηκαν ακόμα. Είναι τα δάκρια των πνιγμένων. Είναι οι σκιές μας που χάθηκαν όταν μας κλέψατε τον Ήλιο. Άκου καλύτερα. Είναι τραγούδι. Για τις ιδέες που μείναν ορφανές όταν σκοτώσατε τη μήτρα που τις γέννησε. Για τους δολοφόνους, που αφεθήκαν ατιμώρητοι, βαμμένοι στο λευκό σας ψέμα. Είναι το τραγούδι της πηγής που μας πότιζε, διψασμένα παιδιά στα χωράφια. Είναι η πηγή που κελαηδά θλιμμένη, γιατί στο όνομα κάποιας επένδυσης τρυπήσατε τα σπλάχνα της. Είναι οι φωνές οι δικές μας· επειδή αγαπήσαμε τον εαυτό μας κι όχι την δόξα μας· επειδή αγαπήσαμε ισάξια τους γύρω. Ακούς το ποδοβολητό; Είναι τα ζώα μας που τρέχουνε λεύτερα, στο μελλοντικό λιβάδι που θ' ανακτήσουμε για χάρη τους. Όταν θα πάρουμε ό,τι μας ανήκει. Γι' αυτό, να τρέμεις. Να τρέμεις για την ξεφτίλα και την ενοχή σου. Να τρέμεις για τον καναπέ και την τιβί σου. Για την ευθύνη της σήψης σου. Να κλειδωθείς πίσω απ' την πόρτα σου. Να τρέμεις, ανθρωπάκο, γιατί επιτέλους σπάσαμε τον καθρέπτη. Φτύσαμε την ψύχωση της Ησυχίας, της Τάξης και της Ασφάλειας. Αρνηθήκαμε την τσιμεντένια στέπα σου· αυτήν που εσύ αποδέχθηκες μ' αγκάλες ανοιχτές, μιας και βόλευε τουλάχιστον τον δικό σου, αηδιαστικά φιλαυτικό κώλο· κι ας καταπατούσε τα κεφάλια όλων των άλλων. Να φοβάσαι, γιατί σύντομα το βήμα που έχτισες πάνω στ' αθώα πτώματα για να 'χεις ν' αγορεύεις, θα σειστεί.. Και τότε, θα γεννηθούν ξανά η χαρά κι ο πόνος. Η οργή κι αγάπη. Αυθεντικές όψεις κι όχι οι απομιμήσεις που πλάσαραν σε πλαστικές σακούλες οι επιχειρήσεις σας. Να τρέμεις, όχι επειδή θα στραφούμε σε 'σένα για να σε φάμε- όχι βέβαια! Και ποιος νοιάζεται άλλωστε για σε και την μονόχνωτη φάρα σου. Να τρέμεις γιατί, όταν δεν υπάρχουν πια λαγοί, τα λαγονικά θ' αρχίσουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Και τότε, οι αφεντάδες που λατρεύεις θα κολυμπούν στο διεφθαρμένο αίμα σου, δύστυχε. Ενώ εμείς, λαγοί λεύτεροι, θα γλεντάμε τα καθαρά χωράφια.. 



Εσύ την άναψες την πυρκαγιά. 
Σε πρόδωσε η σκιά σου
πηδώντας πίσω σου πελώρια 
ως τις κλεισμένες τζαμαρίες 
ως την ταράτσα του νοσοκομείου 
φωνάζοντας, 
είμαι.
Είμαι. 


ΥΓ: Το ποίημα στο τέλος είναι απ' τα Χάρτινα του Ρίτσου. 

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

-ένα σώμα από τέφρα,

κι όμως με τα χέρια στραγγαλίζω την άψυχη Μήδεια
και στην καρδιά γεννιούνται μια ντουζίνα Περσεφόνες. 


Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

πιτσίλισμα

Η Μάρω. 
Η Μάρω, ή Μαιρούλα, για τους φίλους. 
Η Μάρω του Γιώργου. 
Του άντρα της. 
Η Μάρω είναι τριάντα ενός.
Παντρεμένη. 
Δύο παιδιά και ένα πτυχίο στον τοίχο. 
Δίπλα στις οικογενειακές φωτογραφίες και την κορνίζα της Παναγίας.
Ρωτάνε τα παιδιά της γιατί δεν δουλεύει. 
Μα, για να σας προσέχω, αγαπούλες μου, απαντάει.
Η Μάρω ρωτάει τον άντρα της πριν βγει με τις φίλες της. 
Εκείνος απλά φεύγει. 
Η Μάρω το πρωί ξυπνάει, 
φτιάχνει πρωινό για όλους, 
τρώει τελευταία.  
Μαγειρεύει.
Και πλένει.
Και σκουπίζει. 
Και φουγγαρίζει.
Και απλώνει.
Και. Και. Και.
Τα πρωινάδικα της τηλεόρασης στην διαπασόν, για ν' ακούγεται η φωνή του Λιάγκα ακόμη και πάνω από τη φασαρία της ηλεκτρικής σκούπας.
Ο Γιώργος γυρνάει το μεσημέρι.
Τρώει, κοιμάται. 
Η Μάρω λέει, Γιώργο, να σου πω, 
αυτός της λέει να σκάσει. 
Γυρνάνε τα παιδιά. 
Τρώνε. 
Πώς περάσατε; Καλά. 
Κομπιούτερ. 
Ο Γιώργος ξυπνάει το μεσημέρι, 
η Μάρω έχει έτοιμο καφέ. Τον πίνει.
Φεύγει. Φιλί; 
Μπαμ, η πόρτα. 
Τα παιδιά στ' Αγγλικά. Στο καράτε. Στο ποδόσφαιρο. Και πίσω. 

Χριστούγεννα. 
Ο Γιώργος χάρισε στην Μάρω ένα I-phone 6. 
Στα παιδιά PlayStation 4. 
Η Μάρω είναι πανευτυχής. 
Στα παιδικά πάρτι, οι μαμάδες την ρωτάνε για το κινητό
κι αυτή όλο καμάρι απαντά "Ο Γιώργος μου μού το πήρε". 
Κι ο Γιώργος το ίδιο. Πανευτυχής. 
Τέρμα πια τα "Γιώργο μου, να σου πω" που του πρίζανε τ' αρχίδια. 
Τέρμα και τα ψου ψου της γειτονιάς πως δεν αγαπάει τα παιδιά του. 
Πώς δεν τ' αγαπάει. Άκου 'κει. 
Ολόκληρο PlayStation 4. 
Τι άλλο να κάνει; 
Είναι γνωστό άλλωστε πως ο πατέρας δεν πρέπει να παραχαιδεύει τα παιδιά του.
Έτσι γέμισε ο κόσμος ντηντήδες. Με τα παραχαιδέματα. 

Το βράδυ ο Γιώργος γυρίζει στο σπίτι. 
Και ξαναφεύγει. Και δεν λέει τίποτα. 
Κάποιες φορές μένει.
Κάθεται δίπλα στη Μάρω στον καναπέ.
Της χαιδεύει το βυζί ενώ βλέπουνε σειρές στην τηλεόραση. 
Της χαιδεύει το βυζί και σκέφτεται αυτά τα καυλάκια στην οθόνη. 
Όχι τη Μάρω.
Τη Μάρω σχεδόν ποτέ. 
Μετά τη γαμάει. 
Έτσι, χωρίς πολλά πολλά. 

Τελευταία, 
η Μάρω αγοράζει κρυφά γατοτροφή και ταίζει ένα γατί που γυροφέρνει στην αυλή τους. 
Τη φωνάζει Ρόζα. 
Μια φορά, της μίλησε. 
Της Ρόζας. 
Της τα 'πε όλα. 
Πως ο Γιώργος δεν κάνει μαζί της έρωτα. Ούτε σεξ. 
Ο Γιώργος την βιάζει. Κανονικά. 
Πως βρήκε στην τσέπη του μεγάλου τις προάλλες κάτι τσιγάρα. 
Δεκατριών χρονών παιδαρέλι. 
Πως φοβάται να το πει στον Γιώργο, 
μην έχουμε πάλι τα ίδια. 
Μην τον δει πάλι να ξεκουμπώνει την ζώνη του και να τη στρέφει στο παιδί της. 
Όλα. Όλα της τα είπε. 
Και για τις γκόμενες που πηδούσε ο Γιώργος τα βράδια. 
Και για τις κόκες που πουλούσε κρυφά. 
Όλα τα ήξερε. Κι όλα της τα είπε. 
Δεν έβαλε όμως τα κλάμματα. Ήταν ήρεμη. 
Μπήκε στο σπίτι. Το γατί ακολούθησε. 
Η Μάρω πήγε στο μπάνιο. 
Πήρε το ξυράφι. 


Στις πρωινές ειδήσεις των οκτώ, 
έκανε θραύση η σοκαριστική εικόνα ενός γατιού που έγλυφε λαίμαργα απ' το πάτωμα το αίμα του νεκρού αφεντικού του. 
Οι λεζάντες των ρεπορτάζ προειδοποιούσαν: 
ΓΙΑ ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΕΙΔΟΣ ΓΑΤΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΛΟΓΟ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ 
ενώ η Μενεγάκη δεν παρέλειψε να σχολιάσει τις κακόγουστες ματωμένες παντόφλες που φαίνονταν στην φωτογραφία. 


Η κηδεία έγινε σε κλειστό οικογενειακό κύκλο. 





Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

άσκηση εμπιστοσύνης

Ήταν άραγε η αιτία που ένιωσε πιο σίγουρη από ποτέ, 
πως τα χέρια που θα προσπαθούσαν να την πιάσουν 
τρέμαν όσο κι η ίδια,
καθώς αποφάσιζε να πέσει; 

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

θα γελάω μέχρι να μου φύγει το κεφάλι

 Όλα καλά. Στην θέση τους. 
Οι τρελοί στο ψυχιατρείο
οι ασυμβίβαστοι στη φυλακή
οι φιλήσυχοι αστοί στο γραφείο
οι φόλες στο δρόμο
η τέχνη στα εκπτωτικά κουπόνια του Public 
ο φασισμός στην τιβί 
τα CD του Άσιμου στα ένθετα της Καθημερινής 
οι αναρχικοί στα Εξάρχεια 
και οι αφεντάδες στο Κωλονάκι. 
Όλα μια χαρά. 
Η μπάλα στα γήπεδα 
η πρέζα στα πάρκα μας 
τα παιχνίδια στο I-pad
η γνώση στα καλούπια της οικονομικής αποκατάστασης
η ψυχοθεραπεία στα σαββατιάτικα ψώνια
οι παππούδες στο νοσοκομείο 
η νεολαία στα χάπια
ο έρωτας στα σύμφωνα συμβίωσης 
η επανάσταση στο Ariel και η μαγεία στη Μύκονο το καλοκαίρι. 
Θα τρελαθώ, 
το ατίθασο εφηβικό δέρμα κάτω απ' το μέικ απ, 
Θα τρελαθώ, 
η ευτυχία στις διαφημίσεις του ANT1, 
Θα τρελαθώ, 
η ελπίδα του λαού σ' έναν φανταστικό σπουδαίο ηγέτη, ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩ
Η μιζέρια στην αλητεία και η βία στην δύναμη, 
θα τρελαθώ, θα τρελαθώ
θα

Πιάσ' το χέρι μου και τρέξε
τρέξε
ΤΡΕΞΕ


Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ένα- δυο βήματα έξω απ' το πλήθος

  Έβλεπα απανωτά πρόσωπα τριγύρω να επιταχύνουν κατενθουσιασμένα κι έπειτα να συγκρούονται με το τείχος της "γενιάς" τους· στις μεγάλες πολυθρόνες ξεκουραζόντουσαν τα αιωνίως βολεμένα οπίσθια των πατεράδων, κι οι ίδιοι, ταγμένοι δήθεν ενάντια στους άρχοντες, ξόδευαν τις ώρες τους στα στενά και τις λεωφόρους, μπασμένοι δυο λίτρα ουσίες που, όντας φαντασμένοι, ονομάτιζαν "αντικρατισμό".. Αντικρατισμό! Μα, αγαπημένοι μου γλεντζάκηδες, δεν είναι προφανές πως αυτή ακριβώς είναι η θέση που το κράτος σας χάρισε για να 'χετε; Αυτό τα παγωμένα τετραγωνικά εκατοστά σε κάποιο σκαλοπάτι εγκαταλελλειμένης πολυκατοικίας, σίγουρα μακριά από το υψηλό μάτι των Βορείων Προαστίων, φυσικά με την ευγενική προσφορά ουσιών που σας πούλησε απλόχερα το ίδιο χέρι που, στο μέλλον ή στο παρελθόν, τράβηξε πιστόλι ενάντια στ' αδέρφια μας χωρίς ίχνος φόβου ή αμφιβολίας.. Κι εμείς, βέβαια, φάγαμε σιωπηλοί τη μουχλιασμένη πίτα μας κι έπειτα για νάνι πλάι στην αναμμένη τηλεόραση. Πού κόπος τώρα για κατακτήσεις.. Το όνειρο της επανάστασης περνιέται πλέον για ονείρωξη και τα δεκαπεντάχρονα πλησιάζουν την πλατεία Εξαρχείων καυλωμένα, λατρεύοντας την "αλητεία" που σέρνει η πλάτη τους. Κι όχι τίποτα άλλο, μα εμείς, οι "μεγαλύτεροι", αντί να κοιτάξουμε στα μάτια το παιδί και να τραβήξουμε τον καρπό μακριά απ' την ένεση, φορέσαμε τις κουκούλες μας κι επιταχύναμε το βήμα, δυσανασχετώντας λέει γι' αυτούς που καπηλεύτηκαν την πλατεία μας.. Τώρα στο ΣΚΑΙ των οκτώ ο σαραντάχρονος μικροαστός θα μάθει -και θα πιστέψει- για τους πρεζάκηδες κι αναρχοάπλυτους της Θεμιστοκλέους αντί για την ολοζώντανη νεολαία της Νοταρά· ενώ στις ειδήσεις του MEGA θα βασιλεύσει ο τρόμος για την επόμενη πορεία των αληταράδων που καίνε περιουσίες κοσμάκη και δεν ντρέπονται να ξυλοκοπούν ασύστολα Προέδρους κι Άρχοντες, κι όχι το αλληλέγγυο χέρι που ξέρει ν' αντιτίθεται στον πόλεμο καλύτερα από κάθε πληρωμένο εθελοντή των ΜΚΟ.. Γεμίσαν οι πλατείες άδεια κεφάλια, και κάθε στενή παραχώρηση του κράτους σερβίρεται ως δικαίωμα - απ' αυτά που η νεολαία κοκορεύεται πως κατέκτησε με ιδρώτα κι αφιέρωση· ενώ στ' αλήθεια η "επανάσταση" είναι ένα χόμπι για της κενές χειμωνιάτικες ώρες. Το προτείνουν άλλωστε κι οι καλύτεροι ψυχολόγοι: μαζί με πολύ νερό, σωστή διατροφή και θετική ενέργεια! Κι οι διαβασμένοι κοιτούν με βλέμμα υψηλό τους γύρω, αφού τα υπερ- ψαγμένα τους οπίσθια δεν νοείται ν' ασχολούνται με "φασέους" -είναι έτσι κι αλλιώς απασχολημένοι να γράφουν κείμενα για την κοινωνική απεύθυνση.. 

..και η οργή κυνηγά να ισοπεδώσει τον άνθρωπο, αντί για την εξουσία αυτού· η μιζέρια των εφήμερων γλεντζάκηδων περνιέται ευθαρσώς για "αλητεία"· η βία των μπάτσων ξεγελά ως δύναμη, και η γλαφυρή επίδειξη των μυτερών δοντιών της εξουσίας ερμηνεύεται ως γλυκύτατο χαμόγελο.. 
Κι όμως, κι όμως, ο μικροαστός, ο "επαναστάτης", ο αριστερός του γλυκού νερού, ο μπάτσος, ο πολιτικός, ο χασίκλας, ο εφοριακός, ο καθηγητής, ο μικροεπιχειρηματίας, ο εσύ, ο εγώ,
περπατούν στο δρόμο με τα μάτια λες κλειστά, βαθιά ευχαριστημένοι με το υψηλό νοητικό τους επίπεδο και την πλατιά τους πνευματική καλλιέργεια

και τα γαμημένα τα λάστιχα του ποδηλάτου μου σαν να κολλήσανε σ' όλη αυτήν τη λάσπη. 



[ΥΓ: Τόσα ειρωνικά-απογοητευμένα αποσιωποιητικά μαζεμένα δεν έχω ξαναχρησιμοποιήσει.]