Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Είπες πως όλα είναι σε τάξη;

 Όχι. Όχι τελείως. Όχι, αν τεντώσεις τ' αυτί κι ακούσεις, θα δεις. Λοιπόν; Όχι, μην μιλάς, άκου. Ακούς τον μακρινό θόρυβο; Είναι οι φωνές των παιδιών που δεν γεννήθηκαν ακόμα. Είναι τα δάκρια των πνιγμένων. Είναι οι σκιές μας που χάθηκαν όταν μας κλέψατε τον Ήλιο. Άκου καλύτερα. Είναι τραγούδι. Για τις ιδέες που μείναν ορφανές όταν σκοτώσατε τη μήτρα που τις γέννησε. Για τους δολοφόνους, που αφεθήκαν ατιμώρητοι, βαμμένοι στο λευκό σας ψέμα. Είναι το τραγούδι της πηγής που μας πότιζε, διψασμένα παιδιά στα χωράφια. Είναι η πηγή που κελαηδά θλιμμένη, γιατί στο όνομα κάποιας επένδυσης τρυπήσατε τα σπλάχνα της. Είναι οι φωνές οι δικές μας· επειδή αγαπήσαμε τον εαυτό μας κι όχι την δόξα μας· επειδή αγαπήσαμε ισάξια τους γύρω. Ακούς το ποδοβολητό; Είναι τα ζώα μας που τρέχουνε λεύτερα, στο μελλοντικό λιβάδι που θ' ανακτήσουμε για χάρη τους. Όταν θα πάρουμε ό,τι μας ανήκει. Γι' αυτό, να τρέμεις. Να τρέμεις για την ξεφτίλα και την ενοχή σου. Να τρέμεις για τον καναπέ και την τιβί σου. Για την ευθύνη της σήψης σου. Να κλειδωθείς πίσω απ' την πόρτα σου. Να τρέμεις, ανθρωπάκο, γιατί επιτέλους σπάσαμε τον καθρέπτη. Φτύσαμε την ψύχωση της Ησυχίας, της Τάξης και της Ασφάλειας. Αρνηθήκαμε την τσιμεντένια στέπα σου· αυτήν που εσύ αποδέχθηκες μ' αγκάλες ανοιχτές, μιας και βόλευε τουλάχιστον τον δικό σου, αηδιαστικά φιλαυτικό κώλο· κι ας καταπατούσε τα κεφάλια όλων των άλλων. Να φοβάσαι, γιατί σύντομα το βήμα που έχτισες πάνω στ' αθώα πτώματα για να 'χεις ν' αγορεύεις, θα σειστεί.. Και τότε, θα γεννηθούν ξανά η χαρά κι ο πόνος. Η οργή κι αγάπη. Αυθεντικές όψεις κι όχι οι απομιμήσεις που πλάσαραν σε πλαστικές σακούλες οι επιχειρήσεις σας. Να τρέμεις, όχι επειδή θα στραφούμε σε 'σένα για να σε φάμε- όχι βέβαια! Και ποιος νοιάζεται άλλωστε για σε και την μονόχνωτη φάρα σου. Να τρέμεις γιατί, όταν δεν υπάρχουν πια λαγοί, τα λαγονικά θ' αρχίσουν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Και τότε, οι αφεντάδες που λατρεύεις θα κολυμπούν στο διεφθαρμένο αίμα σου, δύστυχε. Ενώ εμείς, λαγοί λεύτεροι, θα γλεντάμε τα καθαρά χωράφια.. 



Εσύ την άναψες την πυρκαγιά. 
Σε πρόδωσε η σκιά σου
πηδώντας πίσω σου πελώρια 
ως τις κλεισμένες τζαμαρίες 
ως την ταράτσα του νοσοκομείου 
φωνάζοντας, 
είμαι.
Είμαι. 


ΥΓ: Το ποίημα στο τέλος είναι απ' τα Χάρτινα του Ρίτσου.