Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

αν με πίστευες λιγάκι, θα 'ταν όλα αληθινά

 Ο μύθος έλεγε πως στο τέλος του λευκού δρόμου π' ανοίγει το φεγγάρι στην θάλασσα τη νύχτα, βρίσκεται το σεντούκι με τον μεγαλύτερο θησαυρό. Μας το 'λεγε η μάνα μας όταν ξαπλώναμε για ύπνο, μαζί μ' άλλες ιστορίες. Μεγαλύτερο απ' το σεντούκι που 'ναι στην άκρη του ουράνιου τόξου; Μεγαλύτερο, έλεγ' η μάνα μας. Κι έχει μέσα όλου του κόσμου τα μεταξωτά και τα διαμάντια, αυτά που για χρόνια μαζεύαν οι γοργονάνθρωποι απ' τα ναυάγια. Τον φυλά η Μεγάλη Φάλαινα, που 'ναι σε μήκος όσο το χωριό μας· λένε πως έκλεψε το σεντούκι απ' τις γοργόνες, κι ο Ποσειδώνας, για να την τιμωρήσει, την καταδίκασε να 'ναι για πάντα μονάχη, στο βάθος της θάλασσας. Την αλυσόδεσε δίπλα στον θησαυρό κι έδωσε το κλειδί να το καταπιούν οι καρχαρίες. Κι έτσι η Φάλαινα πια δεν κουνά· μόνο τραγουδεί και φυλά τον θυσαυρό της σα να 'ναι μικρό παιδί.. Εγώ, μάνα, δεν φοβάμαι. Θα πάω να βρω τον θησαυρό, να γιατρέψω την φτώχεια μας. Έτσι έλεγε ο αδερφός μου κι η μάνα μου γελούσε γαληνεμένη. Να πας, παιδί μου. 

 Όταν τη βρήκαμε στο πάτωμα κάτασπρη, ο αδερφός μου ήτανε πια δεκατριών κι εγώ δεκάξι. Έτρεξε να φέρει το γιατρό κι εγώ έμεινα στο πλάι της, να της μιλώ και να την λούζω με κρύο νερό, να ξυπνήσει. 

 Απόγεμα καλοκαιριού κι έτρεχε μπροστά ο αδερφός μου κι εγώ ξωπίσω. Τον έβλεπα να χάνεται πίσω από χορτάρια ίσαμε δυο φορές το μπόι του. Φωνές και γέλια. Θα πάω, έλεγε. Θα πάω, κι ύστερα δεν θα περπατάς ξυπόλυτη, κι η μάνα μας θα φοράει μακριά χρωματιστά φορέματα. Με μετάξια και βαμβάκια που πλέξανε γι' αυτήν οι γοργόνες. Μετά το χωράφι, απλωνότανε η παραλία. Τρέχαμε κι αφήναμε στην αμμουδιά παιδικές πατημασίες. Αυτά τ'απογεύματα παίρνανε πάντα αναβολή. Λίγο ακόμη, λίγο ακόμη. Καθόμασταν στο μόλο και χαζεύαμε τις ψαρόβαρκες που γυρνούσανε. Ώσπου να νυχτώσει, κι ύστερα η μάνα μας ήξερε πού να μας βρει. 
 Με τ' άλλα παιδιά του χωριού δεν ανταλλάζαμε πολλές κουβέντες. Κάνανε πράματα που εμάς δεν μας νοιάζανε. Είχαμε, έτσι κι αλλιώς, ο ένας τον άλλο. Κι αυτό το συνήθειο, όπου περνάμε να μας φωνάζουνε τα ορφανά. Τα στιγματισμένα. Πού 'ναι, ρε, ο πατέρας σας; Έτσι μας λέγανε. Κι αυτό ρωτούσαμε κι εμείς. 

 Η μάνα δεν ξύπνησε. Ό,τι έμεινε απ' την αγκαλιά ήτανε μια μαρμάρινη πλάκα μ' ένα όνομα και δυο χρονολογίες.

 Καθίσαμε στο μόλο ξανά. Ήμασταν πια μεγάλοι και δεν πείραζε να μην ήμασταν σπίτι κι ας είχε νυχτώσει από ώρα. Μου έλεγε πως δεν του αρέσει στο σπίτι με την κυρά Μαρίνα. Είχε σημάδια στα χέρια απ' τη βέργα. Του 'δειξα τα δικά μου. Η Μαρίνα ήτανε η γυναίκα του παπά. Με 'κλεινε στην αποθήκη και μου 'λεγε πως από τότε που 'ρθα στο σπίτι, ο παπάς μόνο τα μπούτια μου κοιτάζει. Με χτυπούσε παντού. Κάθε μεσημέρι, στην αποθήκη. Πως όλο πιάνει τον παπά που χαζεύει τα στήθια μου. Με φώναζε με λέξεις που δεν ήθελα να μάθει ο αδερφός μου. Δάκρυσε πρώτος. Εγώ έπρεπε να 'μαι η δυνατή και να μην κλαίω. Περάσανε έτσι ώρες. Κείνος να κλαίει στην αγκαλιά μου κι εγώ να γλείφω τα δάκρυα απ' τα μάγουλα, πριν στάξουνε και με καταλάβει. Είχαμε στην πλάτη μας εκείνο τον γιγάντιο λίθο της ματαιότητας. Για ένα πιάτο φαί κι ένα κρεβάτι να ζούμε έτσι ταπεινωμένοι. Κι η μοίρα που αντάλλαξε το μητρικό χάδι με τη βέργα.
 Αν βρίσκαμε τον θησαυρό, ξεκίνησ' ο αδερφός μου. Ποιον θησαυρό; Έκαμα πως δεν θυμόμουν. Το σεντούκι της Μεγάλης Φάλαινας. Εγώ ήξερα πως τέτοια πράματα δεν υπήρχανε. Μα μπροστά στη λάμψη που πήρανε ξάφνου τα μάτια του αδερφού μου, δίστασα. Δεν μίλησα. Εκείνος συνέχισε. Πως θα κλέψουμε το καίκι του Γιώργη, που 'ναι το πιο μεγάλο καράβι και θ' αντέξει στις φουρτούνες περισσότερο. Συμφωνήσαμε πως θα μπαρκάραμε το επόμενο βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα. Είχε ακόμα Πανσέληνο και θα βρίσκαμε τον δρόμο. 

 Μεσημέρι της επομένης, ο καύσωνας πύρωνε το χωριό, καθόμουνα ξαπλωμένη στην αυλή. Φορούσα το αγαπημένο μου φόρεμα, παλιό της μάνας μου, απ' όταν ήτανε ακόμα στην ηλικία μου. Η Μαρίνα έλειπε. Ο παπάς με πήρε απ' το χέρι·αντιστάθηκα· με τραβούσε με βία, βαθιά στα χωράφια. 
 Με παράτησε μόνη στα χορτάρια, ένιωθα το σώμα μου να σβήνει στον φόβο, ήταν τα πόδια μου ξένα, τα χέρια μου ξένα, το κεφάλι ξένο. Δεν μου άνηκα πια. Κουλουριάστηκα κι έγινα σπόρος, να φυτρώσει από 'μένα ένα μεγάλο, αιωνόβιο δέντρο. Έμεινα εκεί ως το ξημέρωμα, ψάχνωντας να βρω τα κομμάτια μου. 

 Κατέβηκα τον δρόμο προς την θάλασσα με πόδια που ίσα π' ακουμπούσανε το έδαφος καθώς έτρεχα να προλάβω τον αδερφό μου. Βρήκα μόνο τα παπούτσια και τα ρούχα του πεταμένα στην άκρη του μόλου. 


 Περιμένω τόσα μερόνυχτα να γυρίσει. Σαν άγαλμα μαρμάρωσα στην άκρη της αποβάθρας. Το φεγγάρι άδειασε, γέμισε, άδεισε, γέμισε ξανά. Αμέτρητες φορές παρακολούθησα τον κύκλο του. Απ' τον λαιμό μου περνούν οι ψαράδες τα ρεμέντζα απ' τα καίκια τους, κι ακουμπώντας στο σώμα μου τα πιτσιρίκια σκαρφαλώνουνε απ' τη θάλασσα στο μόλο. Όταν γεμίζει η Σελήνη, γυαλίζει το σώμα μου σαν το χρυσάφι. Κι εγώ, με αίγλη, τραγουδώ τη μοναξιά μου· και περιμένω πιστά τα χέρια που θα κλέψουνε τον θησαυρό μου.