Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Άννα Κοίνωση (α, να μια κοίνωση)

 Με χαρά σας ανακοινώνουμε την επέκταση του καταστήματός μας στον νέο ιστότοπο (τρία ντάμπλγιου-τελεία)zwh-seri.blogspot.com που ιδρύθηκε σε συνεργασία με φιλικούς προς εμάς συνεργάτες (και ενίοτε συνερσκύλους). Αριβερντέτσι. Κι αλλιώς. Κι αλλιώτικα. 

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

η τελευταία βόλτα της σούζαν (ή: ντέιντριμ για μια μάσκα οξυγόνου)

έγινε βράδυ, με την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη, στην θέση του συνοδηγού. Τα πόδια στο παμπρίζ και το παράθυρό της κατεβασμένο. Οι σταγόνες πέφτανε πάνω στο παντελόνι της, όλο το δεξί πόδι ήτανε μούσκεμα. Το βόλιουμ στο 48. Η τελευταία βόλτα της Σούζαν έγινε χωρίς λόγια. Πίσω απ' το χειρόφρενο στερεωμένα δύο πλαστικά ποτήρια καφέ, άδεια πλέον. Τα καλαμάκια χόρευαν στις στροφές. Στο κεφάλι γυαλιά ηλίου. Η τελευταία βόλτα της Σούζαν κράτησε όσο ένα μεγάλο, τεντωμένο μεσημέρι. Σε έναν δρόμο φαρδύ, στο κέντρο λευκή, διακεκομμένη γραμμή. Μόνο φως οι προβολείς του αυτοκινήτου. Στην τελευταία της βόλτα, η Σούζαν μίλησε μόνο για να παραπονεθεί παιχνιδιάρικα πως την ενοχλούσε στο λαιμό η ζώνη όπως την φορούσε. Και χαμογέλασε μόνο πατώντας το κουμπί που την απελευθέρωνε πια απ' αυτήν την ενόχληση. Ο δρόμος ακόμη φαρδύς. Και το βόλιουμ στο 48. Όσο πήγαινε, δηλαδή. Οι υαλοκαθαριστήρες συγκεντρωμένοι στην παλινδρομική τους κίνηση. Έβγαλε το κεφάλι της έξω απ' το παράθυρο. Η Σούζαν. Τον αέρα τον κόβαμε στη μέση, και τα μαλλιά της Σούζαν τα τραβούσε αυτός προς τα πίσω, για εκδίκηση. Μούσκεμα, μούσκεμα, όλο το πρόσωπο, τα μαλλιά, η μπλούζα, όλη μούσκεμα. Και το δεξί της πόδι. Έκατσε πάλι στη θέση της. Έκλεισε το παράθυρο. Πανέμορφη. Η τελευταία βόλτα της Σούζαν έγινε με τα πρόσωπά μας μαλακά. Μακαλωμένα. Ο κόσμος είχε πια πάψει να υπάρχει. Στην τελευταία της βόλτα, η Σούζαν με χάιδευε γλυκά στον αυχένα ενώ οδηγούσα. Η βροχή έπεφτε, το αμάξι με ταχύτητα στο φαρδύ δρόμο. Με τη λευκή γραμμή. Τη διακεκομμένη. Με το βόλιουμ στο 48. Στην πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη, ένα βράδυ. Το ένα χέρι της στο τζάμι, και τ' άλλο στον αυχένα μου. Τα πόδια πια κάτω. Η Σούζαν. Στην τελευταία της βόλτα. 
 Στην επιστροφή, δεν ήταν πια μαζί μου. 


( https://www.youtube.com/watch?v=NzoAwcg0gsQ )

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

 Εγκλωβισμένη στο συγκεκριμένο τοπικό και χρονικό πλαίσιο, λες και το επόμενο δευτερόλεπτο δεν θα ερχόταν, ένιωσα το πρόσωπό μου να λιώνει, τόσο ώστε το ρευστό εγώ αγκάλιασε γαληνεμένο το πάτωμα, βρίσκοντας ξανά την παλιά του, ξεχασμένη αγάπη. Εκεί θάφτηκα· ήταν ένα βρωμερό πεζοδρόμιο μίας μοναχικής οδού, απ' αυτές τις παράλληλες προς τις κοσμοπολίτικες, που χρησιμεύουν μόνο για καβάτζωμα, πήδημα ή κατούρημα. Κανείς δεν με θυμόταν πια. Ο χρόνος κυλούσε χωρίς εμένα, περνούσαν από πάνω μου οι μηχανές που ξυπνούσαν τη νύχτα τους νοικοκυραίους, και πίσω τους οργισμένα τα σκυλιά που υπερασπίζονταν, ποιος ξέρει ποιον, ποιος ξέρει από τι. Έτσι μόνο κατάφερα να ηρεμήσω· να πάρω μία από εκείνες τις ωραίες, βαθιές αναπνοές, και να γελάσω με την καρδιά μου.

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

μήνυμα σε μπουκάλι

 Είμαι πλέον ολοκληρωτικά βυθισμένη στην αρτηρία της. Βιώνω τον καταρράκτη των αισθήσεων· με διανύουν ο χώρος και ο χρόνος, κλέβοντας απ' το μέσα μου κομμάτια ώριμα, γινομένα. Καρπούς έτοιμους να χαθούν απ' το κλαδί που τους ταίζει και ν' αγκαλιάσουνε ατόφια το χώμα. Μιλάω γι' αυτήν, για την Ζωή. Και μιλάω σ' εσένα ελπίζοντας να καταλάβεις. Θυμήσου το ξημέρωμα στο πλοίο· εγώ λουσμένη στην παιδική άγνοια, βλαστημούσα και καταριόμουν την τσιμεντούπολη που ορθονόταν μπροστά μας· έμοιαζε λες σαν καμπουριασμένη γριά στο περήφανο μπλε. Εσύ σιωπούσες· ήξερα, όμως, καλά, πως μέσα σου έκρυβες το πόσο σου λείψανε οι ψηλές ταράτσες, τα χιλιάδες πρόσωπα, η αρρωστημένη φασαρία. Οι πιθανότητες. Μέσα απ' τα μάτια σου παρ' ολίγον κι εγώ έτσι να την νοσταλγήσω, χωρίς ποτέ μου να την αγάπησα. Μετανιώνω που δεν σου μίλησα τότε. Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να καταλάβεις. Δεν αγάπησες ποτέ τη μήτρα που σε έθρεψε κι ούτε σεβάστηκες αρκετά την ύπαρξή σου -την ίδια σου την ύπαρξη!- για να διαλέξεις την αξιοπρέπεια της ηθικής αυτουργίας. Καθισμένη εκεί περιμένεις. Τι άραγε; Γιατί δεν φεύγεις; Μα δεν είμαι εδώ για να σε κρίνω. Όχι ξανά. Σου μιλάω, όπως σου μίλησα τότε, χαιδεύω την ραχοκοκκαλιά σου, τους καρπούς, τα δάχτυλα, τα πέλματα. Σε φιλώ στο στόμα σαν εραστής, στο μέτωπο σαν μάνα. Θέλω να σε ξυπνήσω. Να αισθανθείς το σώμα σου, το σώμα που για τόσο καιρό παράτησες στο ξύλινο κρεβάτι των παιδικών χρόνων. Τι νόημα έχει η ύπαρξη χωρίς το κυνήγι; Μακάρι να μπορούσες να ερωτευθείς. Θα 'ταν όλα τόσο πιο εύκολα. Κάποιες φορές φοβάμαι να σου μιλήσω. Παραδέχομαι την αδυναμία μου, τόσα χρόνια μαζί σου, η επαφή είναι ρίσκο. Και πάντα ήταν. Ο μαγνητισμός δεν πέθανε σαν εσένα. Είναι ζωντανός και με τραβά πάνω σου. Στον αργό θάνατο. Στην ανορεξία της ύπαρξης. Αυτό το δωμάτιο βρωμάει αποσύνθεση και νεκρή σάρκα. Τρίβω το κούτελο αγχωμένη. Εσύ στον καναπέ, ο δίσκος έχει τελειώσει από ώρα κι εσύ βυθίζεσαι σ' έναν ύπνο που τόσο με θάνατο μοιάζει. Δεν σε περιμένω. Προχωράω χωρίς εσένα κι ελπίζω να μην σε βρω. Είσαι το λιθάρι στην πλάτη μου. Άκου, ο ήλιος δύει ξανά· η θάλασσα πήρε το χρώμα μας. Σου δίνω το μαχαίρι κι ανοίγω διάπλατα τα χέρια. Τελευταία φορά. Και πράξε όπως θέλεις. Είμαι δική σου. Ερωτεύομαι κάθε πρωινό την ζωή γιατί κάθε νύχτα με σκοτώνεις. Σε χρειάζομαι. Μείνε εδώ και γλείψε μαζί μου το ξερό αίμα απ' τις πληγές μας. Αυτό μοιάζει με γράμμα αποχαιρετισμού. Κι όμως- ειν' η βαθιά αναπνοή πριν την μακρινή βουτιά μου. 

                                                  Ιούλης 2016 
                                           going where the cold wind blows 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

διχρωμία

   Μέναμε στην ίδια γειτονιά. Τα πρωινά, με περίμενε κάτω απ' το σπίτι της, να περάσω να την πάρω και να πάμε μαζί ως το σχολείο. Στο θρανίο μαζί. Τελευταίο θρανίο. Πίσω δεξιά. Το μεσημέρι, γυρνώντας, ξανά μαζί. Όλα μαζί. Ή, τέλος πάντων, σχεδόν όλα. Το μεσημέρι το περνούσαμε χωριστά, κι ύστερα το απόγευμα, πηγαίναμε ξανά σπίτι της. Πάντα στο σπίτι της. Ώσπου βράδιαζε, κι όταν βράδιαζε, θα μου πρότεινε να περάσω τη νύχτα εκεί. Κι εγώ θα της έλεγα πως θέλω, μόνο πρέπει να τηλεφωνήσω πρώτα στους γονείς μου. Μ' αφήναν βέβαια μόνο τις Παρασκευές και τα Σάββατα, αλλά πάντα ρωτούσα, έτσι κι αλλιώς.
 Και βόλτες. Πολλές βόλτες. Η μάνα της ρωτούσε συνέχεια, με τον ίδιο τόνο, με ποιον γυρνάς όλη μέρα δεξιά-αριστερά; Κι εκείνη έδειχνε προς το μέρος μου. Η μάνα της με κοίταζε, επικριτικά, ανασήκωνε τους ώμους κι έπειτα γυρνούσε το κεφάλι. Τα χρόνια περνούσαν έτσι. Η μάνα της ν' ανασηκώνει τους ώμους κι εμείς στις βόλτες. Και στα παιχνίδια. Μαζί. Και μόνες. Εκείνη ήτανε καμιά φορά λίγο, ας πούμε, περίεργη. Κάπως περίεργη. Και κάπως περίεργα την κοιτούσαν κι οι τριγύρω. 

  Είχε υπάρξει κάποια φορά, τέλος πάντων, στις τουαλέτες. Δύο αγόρια. Της πήρανε τη μπλούζα της και την κλειδώσανε μέσα. Δύο αγόρια, απ' την τάξη μας κι οι δύο. Ήταν κάποιο αστείο που έκανε μόνο εκείνους να γελάνε. Εκείνη φώναζε. Βαρούσε τις πόρτες και φώναζε. Την άκουσα, μπήκα στην τουαλέτα, προσπάθησα να της ανοίξω την πόρτα, κλειδί δεν έβρισκα, είχα κι εγώ πανικοβληθεί. Μου έλεγε να μη φύγω, να μη φωνάξω κανέναν. Γιατί ντρεπότανε. Τέλος πάντων, τελικά, ήρθε ένας καθηγητής και της άνοιξε. Εκείνη ήτανε σκυφτή, δεν ήθελε να τη δει γυμνή ο δάσκαλος. Πήγε και της έφερε τη μπλούζα της. Γυρίσαμε στην αίθουσα, εκείνα τ' αγόρια λείπανε, μα τ' αστείο τους το 'χανε προλάβει σ' όλους τους υπόλοιπους· και το καταλάβαιναν όλοι. Όλοι εκτός από 'μας.
  Ο χρόνος περνούσε έτσι κι αλλιώς. Στηνόμασταν μπροστά στον καθρέπτη και μετρούσαμε τα στήθια μας που φουσκώνανε. 
  Μου 'χε πει για δυο φορές, την είχε πλησιάσει ένας καθηγητής, ο μαθηματικός μας, ο Γούναρης. Την είχε πλησιάσει και την είχε ρωτήσει αν είναι εντάξει. Αν είναι θλιμμένη. Δεν ξέραμε αν ήταν λόγω εκείνου του συμβάντος, τέλος πάντων, στις τουαλέτες, ή.. Ή δεν ξέρω 'γω τι. Εγώ πάντως, την θυμάμαι χαρούμενη. Μαζί μου. Δεν ήταν συμβιβασμός, η σχέση μας δεν ήταν συμβιβασμός. Αυτό το λέω επειδή πολύ συχνά οι άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι, πλησιάζονται από μοναξιά, κι όχι από ενδιαφέρον για την ουσία του άλλου. Όπως καπνίζουν στα μπαρ από βαρεμάρα. Ή πίνουν από βαρεμάρα. Κάποιοι, όχι όλοι. Εμείς όμως όχι. 
  Στο γυμνάσιο, η μάνα της σαν ν' άλλαξε γνώμη. Δεν ανασήκωνε πια τους ώμους. Όταν πηγαίναμε βόλτες και ρωτούσε με ποιον γυρνά κι έδειχνε εμένα, εννοώ. Με κοιτούσε πια βαθιά. Σαν να 'βλεπε κάτι ξένο. Ή και τίποτα. Ήθελε να φύγω. Φώναζε. Μα εκείνη δεν μ' άφηνε· μ' έπιανε απ' τον καρπό και δεν μ' άφηνε να κουνήσω. Εμφανιζόταν τότε ο πατέρας της. Μες στις φωνές και σ' όλα. Σήκωνε το χέρι, με φόρα, πολλή φόρα, και την χτυπούσε. Την χτυπούσε και της έλεγε, κωλόπαιδο, θα σε βαράω μέχρι να στρώσεις. Κι ούτε τότε μ' άφηνε το χέρι. Εγώ καθόμουνα εκεί, άπραγη. Και τι διάολο να 'κανα. Δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων, πόσο. Τι διάολο να 'κανα. Κάποια στιγμή, απροειδοποίητα, τα πράγματα ηρεμούσαν. Ο πατέρας της απλά σταματούσε. Γυρνούσε την πλάτη κι έφευγε απ' το σπίτι. Εκείνη μ' άφηνε το χέρι και πήγαινε στο δωμάτιό της. Βλέμμα κανένα. Έτρεχα από πίσω της, μου 'κλεινε όμως την πόρτα στη μούρη. Τότε, μόνο, έφευγα. 
  Κάτι θα μπορούσες να 'χες κάνει, έλεγε. Κάτι. Κάτι. 
  Όλο αυτό, απ' την στιγμή που άρχισε, ήτανε σαν, πώς να το πω, σαν καρκίνωμα. Μεγάλωνε και πολλαπλασιαζόταν. Γινόταν πια καθημερινό. Ο Γούναρης την πλησίασε ξανά. Εγώ της είχα πει να του μιλήσει, δεν μ' άκουσε. Τέλος πάντων. Αποφασίσαμε, τελικά, να πηγαίνω στο σπίτι της πιο αραιά. Να με βλέπουνε οι γονείς της λιγότερο. Κλείστηκε μέσα. Βόλτες δεν πηγαίναμε πια. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο λιγότερο. Πρώτη λυκείου, τελικά, είχαμε καταλήξει να περιμένουμε ν' αποκοιμηθούν οι γονείς της για να τρυπώσω μες στο σπίτι. Δεν ξέρω γιατί διάολο με μισούσαν τόσο. Δεν ξέρω. Τέλος πάντων. Πρώτη λυκείου. Τα γενέθλιά της. Είχα πάρει μία σοκολάτα, μπήκα στο σπίτι όπως τα 'χαμε συμφωνήσει, αργά το βράδυ. Γεια σου. Χρόνια πολλά. Κλείσαμε πίσω μας την πόρτα του δωματίου. Κλειδώσαμε. 
  Φιλί στο μάγουλο. Χρόνια πολλά. Άρχισε απλά. Έτσι. Την αγκάλιασα. Μιλήσαμε λίγο. Μου είπε πως θέλει σήμερα να δοκιμάσει κάτι. Της είπα εντάξει. Μου έδωσε ένα φιλί. Στο στόμα. Σύντομο, πολύ σύντομο. Ύστερα με κοίταξε, περιμένοντας. Την δεύτερη φορά, την φίλησα πρώτη εγώ. Για περισσότερη ώρα. Την άγγιξα, με άγγιξε. Ήταν σαν.. Σαν εξερεύνηση, ας πούμε. Μάθαμε το σώμα. Η μία της άλλης. Μάθαμε τον έρωτα. Μετά από 'κεινο το βράδυ, η σχέση μας άλλαξε. Άλλαξε κι ήταν και πάλι η ίδια, ήταν όμως κι άλλα, κι άλλα πολλά, περισσότερα. Πέρασε έτσι ένας χρόνος. Ένας ολόκληρος χρόνος. Της είχα πει ότι την αγαπάω, την αγαπάω με όλους τους τρόπους. Με όλα τα χρώματα. 
  Ένα βράδυ, είχε πάει αργά, καθόμασταν γυμνές, ανάσκελα, στο κρεβάτι της. Της χάιδευα τους καρπούς. Συζητούσαμε ανάλαφρα. Η πόρτα άνοιξε απότομα. Αναπάντεχα. Ο πατέρας της μας κοίταξε όλο ερωτήματα. Τα πράγματα γίνανε άσχημα. Την τράβηξε απ' τα μαλλιά και τη σήκωσε όρθια. Απ' τα μαλλιά. Η φασαρία ήταν τόση, που κάποιος γείτονας κάλεσε τους μπάτσους. Άσχημα. Πολύ άσχημα. Πήραν τον πατέρα της κι εμάς. Διαφορετικά αμάξια. Το επόμενο πρωί γυρίσαμε σπίτι. 
  Την πήγανε σε μία κλινική. Εγώ δεν καταλάβαινα. Η γιατρός της ούτε που ρώτησε τίποτα· μόνο τα βασικά· κι ύστερα έβγαλε το μπλοκάκι της και έγραψε μια συνταγή. Το πρώτο χάπι, το κατάπιε μπροστά μου. Και το δεύτερο. Ήταν αστείο, κατά ένα τρόπο· ποτέ πριν δεν είχε καταπιεί χάπι. Μόνο σιρόπια κι αναβράζοντα. Της πήρε ώρα. Γελάσαμε λίγο. Όσο περνούσε ο καιρός, βλεπόμασταν λιγότερο. Έκανα υπομονή. 
  Μια μέρα, μου είπε να πάμε μαζί στην κλινική. Είπα εντάξει. Είχε αλλάξει γιατρό. Άντρας αυτή τη φορά. Καθόταν πίσω απ' το γραφείο του, συγκρατημένος, λες κι απαγορευόταν, ας πούμε, να λυθεί. Μόλις κλείσαμε πίσω μας την πόρτα, χαλάρωσε. Τα γυαλιά του κρεμόντουσαν απ' το λαιμό μ' ένα σκοινάκι. Της ψυθίρισα πως μου θυμίζει τον Γούναρη. Εκείνη κάθισε στην καρέκλα, εγώ στάθηκα πίσω της, ακριβώς. 
  Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε· εμένα ο γιατρός δεν με κοίταξε, κι ούτε έγινε καμιά αναφορά. Δεν με σύστησε, δηλαδή, εκείνη. Είπανε τα βασικά, πώς είσαι, τι κάνεις, πώς ήταν η βδομάδα σου, και τα λοιπά. Μετά, ο γιατρός σοβάρεψε. Άφησε να περάσει ανάμεσά τους μια μεγάλη παύση. "Λοιπόν", είπε ο γιατρός. "Πες μου. Συζητούσαμε τις προάλλες πως έχεις μια.. μία φίλη; Μία φίλη που θα έφερνες να γνωρίσω".
  
  Χαμογέλασε. Κοίταξε τον γιατρό, ύστερα εμένα. Τα μάτια της γυαλίζανε. Μέτρησα μόνο ένα δάκρυ. "Ναι", απάντησε, ενώ κοιτούσε εμένα. "Στέλλα", μου λέει. "Αυτός είναι ο γιατρός μου". Τον κοίταξε. "Καθόμαστε μαζί στο θρανίο. Όλα τα χρόνια" του είπε. 

 Ο γιατρός καθυστέρησε να απαντήσει. Χαμογέλασε κι ο ίδιος. Ευγενικά. "Δάφνη, καταλαβαίνεις ότι.." ξεκίνησε. 
  
 Δεύτερο δάκρυ. Το βλέμμα σ' εμένα. Τον διέκοψε. "Ναι".

 "Ότι δεν βρίσκεται κανένας εκεί που κοιτάζεις;" 

 Τα δάκρια τώρα γίναν πολλά. Έσκυψε το κεφάλι. "Ναι" απάντησε. 

   Την κοίταξα και περίμενα. Μου ψιθύρισε συγγνώμη. Έγνεψα. 
 Ύστερα, χάθηκα. 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Λόλα ΙΙ

 Ο πατέρας μου κάπνιζε Πρινς. Γκόλντεν τέιστ. Κάθε Κυριακή, ήταν σαν εβδομαδιαία τελετουργία, μ' έστελνε να του φέρω δέκα πακέτα. Η ανάσα του βρωμούσε πάντα, τ' αμάξι βρωμούσε πάντα, το σπίτι βρωμούσε πάντα, εμένα δεν μ' ενδιέφερε και πολύ, ο πατέρας μου, έτσι κι αλλιώς, το μόνο που έκανε ήταν, πάνω-κάτω, να περιμένει να πεθάνει. Όλα τ' άλλα ήταν μικροαπασχολήσεις για να περάσει η ώρα. Τέλος πάντων. Ήμασταν στο χωριό, για δουλειές· εκεί υπάρχει ένα μόνο ψιλικατζίδικο· η περιπτερού είναι μια καμπουριασμένη γριά που μοιάζει λες κι είχε πάνω από δέκα χρόνια να κάνει βήμα έξω απ' το ένα-επί-ένα δωματιάκι· αντιμετώπιζα, από μικρή, πάντα με θάρρος τα δύο χρυσά δόντια στην μασέλα της, την οποία φρόντιζε να μου επιδεικνύει, υπό τύπον χαμόγελου, κάθε φορά που την έβλεπα μπροστά μου. Μιλούσαμε, εγώ δεν ήξερα το όνομά της αλλά εκείνη σίγουρα θα 'χε κάπως ακούσει το δικό μου· συχνά οι περιπτεράδες φαίνεται να ξέρουν τα πάντα, έτσι κι αλλιώς. Με 'χε στείλει ο πατέρας μου για τα τσιγάρα. Την περιπτερού την έπιασε -όπως πάντα- η γνωστή πάρλα, δεν μ' άφηνε να φύγω με τίποτα, ντρεπόμουνα και να την διακόψω. Ίσως να την πήγαινα και λίγο, κατά βάθος, στην εικόνα που είχα πλάσει, τέλος πάντων, γι' αυτήν, στο μυαλό μου. Με κέρασε και κάτι μπισκότα. Και αυτός ο Μανώλης, μου λέει, όλο το χωριό έχει αναστατώσει. Το 'πε αυτό μ' ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα. Γιατί, την ρωτάω. Αυτό στ' αλήθεια μ' ενδιέφερε. Έκανε πως διστάζει· ε, λέει, ε.. μόλις που τον προλάβανε, τις προάλλες.. Είχε πάει να κρεμαστεί.. Να κρεμαστεί; Ναι, να κρεμαστεί, ν' αυτοχτονήσει, πώς το λένε. Το είπε έτσι, αυτοχτονήσει, έτσι, πρόχειρα, ας πούμε. Ίσα που τον προλάβανε, συνέχισε αυτή. Η μάνα του τονέ βρήκε. Η φωνή της έσβησε, έκανε μια παύση σερβιρισμένη κατευθείαν απ' τις μεσημεριανές σαπουνόπερες, κι ύστερα άρχισε τα κουτσομπολιά, κάτι για μια Ειρήνη, τέλος πάντων, δεν άκουγα.

  Στο χωριό εμένα μ' άρεσε, είχα την ησυχία μου· δεν ήξερα και κανέναν· ή, τέλος πάντων, ελάχιστους. Πηγαινοερχόμασταν όλη την ώρα, απ' την πόλη στο χωριό, για δουλειές και τα λοιπά. Υπήρχε αυτός, αυτό το παιδί, ο Μανώλης, στα δεκαοχτώ είχε ανέβει φοιτητής στην Αθήνα κι έμπλεξε με την πρέζα· κι είχε, λέει, ξαναγυρίσει στο χωριό, εικοσιπεντάρης πλέον, μπας και ξεφύγει. Ή, τέλος πάντων, αυτή ήταν η ιστορία που έλεγε η περιπτερού. Εγώ με τον Μανώλη δεν τα 'χαμε πει ποτέ, ίσως μόνο τα τυπικά -έμενε στο απέναντι σπίτι άλλωστε- ένιωθα όμως μια σύνδεση. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Και μετά, που, τέλος πάντων, μου 'χε πει αυτά η περιπτερού, για την αυτοκτονία, είχα, δεν ξέρω, ήθελα πάρα πολύ κάπως να τον πλησιάσω. Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη· κι ο ίδιος ήξερα πως δεν μιλούσε και πολύ· τον είχα δει μόνο μ' έναν, ας πούμε, εργάτη, ήτανε ένας μετανάστης που 'χε έρθει στο χωριό κάπου δυο χρόνια, μόνο μ' εκείνον ίσως τα λέγανε πότε-πότε. Ήταν, λοιπόν, εκείνη η μέρα στο χωριό· καθόμουνα μόνη στην αυλή, χειμώνας, μ' άρεσε όμως, είχαμε και το σκυλί, τον Λίβα, τέλος πάντων.. Ήμουν ξαπλωμένη, δεν ξέρω τι ήταν αυτό που πρώτο μου τράβηξε την προσοχή, σύντομα όμως το πήρα πρέφα, κι ο Λίβας ούρλιαζε, ούρλιαζε..


  Οι εικόνες διακόπτονται, ήταν πολλή η ένταση της στιγμής, έτρεξα, κι ο Λίβας μαζί, η μπόχα ερχότανε απ' το σπίτι του Μανώλη, δεν ήξερα τι να κάνω, φώναζα, αν είναι μέσα κανείς, αν ακούει κανείς, και κοιτάζω, το σπίτι ξερνούσε καπνούς, καπνούς από παντού, μα στο παράθυρο φαίνεται μια σκιά, ένα χέρι, είναι ένα γαμημένο ανθρώπινο χέρι, στο μεταξύ να 'χει μαζευτεί κόσμος τριγύρω.. Φώναζα και τους έλεγα, υπάρχει ένας άνθρωπος μέσα, είναι μέσα ο Μανώλης, τι θα κάνουμε, και τα λοιπά. Κι έβηχα, όλοι βήχαμε, ήτανε να σε πνίξει αυτή η μυρωδιά. Κι αυτοί στέκανε και κοιτάζανε. Ήρθε κι ο πατέρας μου, στάθηκε κι αυτός μαζί με το πλήθος, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα, κι όλοι μαζί κηδεύανε κάτι, κάτι που δεν είχε ακόμη συμβεί. Τέλος πάντων, δεν θέλω και να μακρυγορώ, δεν το σκέφτηκα πολύ, απλά βούτηξα, βούτηξα μέσα από 'κεινο το παράθυρο, όλα αυτά σε διάστημα δευτερολέπτων, τον έπιασα απ' το χέρι τον Μανώλη, η φωτιά ν' αγκαλιάζει το δωμάτιο, αποφάσισα να φύγω ακριβώς όπως ήρθα. Έσπασα το τζάμι, το παιδί αναίσθητο, τον σήκωσα όπως-όπως, βοήθεια δεν ήρθε. Γονάτισα στο γρασίδι κι άφησα το σώμα του να κυλήσει στο χώμα. 


  Υπήρχε κι άλλο ένα παιδί, μ' αυτόν τα ψιλολέγαμε κιόλας, ήταν ο Μοχά· ένας απ' τους πολλούς που φτάσανε στο νησί μ' ένα σαπιοκάραβο απ' το Λιβυκό· είχε αφήσει πίσω οικογένεια, πάνω στο πλοίο έχασε τον αδερφό του. Στο χωριό, δούλευε στα χωράφια· ο Αλβανός, έτσι τον λένε, κι ας μην είναι. Έναν καιρό τον είχανε να κοιμάται με τα ζώα.  


   Ο Μανώλης δεν άνοιγε τα μάτια του, κι εγώ μιλούσα, έλεγα, πού πας ρε μαλάκα, πού πας, και τον κουνούσα, και ο πόνος από πάνω μου δεν έφευγε, ο σωματικός, σωματικός πόνος, κοίταξα τα χέρια μου, τα πόδια μου, ήταν τα εγκαύματα παντού, παντού πάνω μου. Τους κοίταξα, κοίταξα το πλήθος, είχαν τώρα κάνει κύκλο, γιατρός δεν υπήρχε, και φώναξα, τότε φώναξα, είπα, τι κοιτάτε, γαμώ τον χριστό μου, τι κοιτάτε, καριόληδες. Δεύτε λάβετε φως, ρε μαλάκες. Και γέλασα με την ψυχή μου. Δεύτε λάβετε φως, που να με πάρει! 


  Ο γιατρός ήρθε, γονάτισε πάνω απ' το σώμα του Μανώλη κι εγώ βρήκα την ευκαιρία μου να εξαφανιστώ· ο Μοχά με βρήκε πριν τα καταφέρω. Χρόνος δεν υπήρχε για εξηγήσεις. Μου 'δωσε κάτι πάγους, κάτι επιδέσμους, μα ο πόνος, διάολε, ο πόνος, τα δάκρυα τρέχανε χωρίς να τα ελέγχω, σωματικός πόνος, κι έβηχα, έβηχα βαριά. Με τον Μοχά τρέχαμε, ίσως εκείνος έτρεχε επειδή έτρεχα εγώ, δεν είχε σημασία, διασχίσαμε όλο το μονοπάτι, χειμώνας, ούρλιαζα ή γελούσα, δεν είχε σημασία. 


  Φτάσαμε σύντομα στο μέρος, ήτανε ένα ξέφωτο που μ'άρεσε και πήγαινα συχνά, του είπα πως θα πρέπει να βιαστούμε· γδύθηκα και του ζήτησα να με γαμήσει. Δεν αρνήθηκε. Δάκρυα ατελείωτα. Τελείωσε μέσα μου. Τραβήχτηκε και ξάπλωσε δίπλα μου· του είπα τότε πως θα πρέπει να με θάψει, θα 'ναι καλύτερα εδώ, δίπλα σ' ένα κυπαρίσσι, υπήρχε βλέπεις κι εκείνο το νανούρισμα, μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι, ν' απλώνονται οι κλώνοι του σ' ανατολή και δύση, ήθελα έτσι να κοιμηθώ. Είχα μια ονείρωξη, δεν ήταν δα και πρόβλημα, ήταν άλλωστε η τελευταία μου, να φυτρώσει απ' τ' απομεινάρια μου άλλο ένα δέντρο ψηλό. Είχα ξαφνικά, δεν ξέρω, δεν ξέρω τι μ' έπιασε, άρχισα να μιλάω πολύ, είπα πρώτα για τον Λίβα, είπα, να μην μείνει με τον πατέρα μου, Μοχά, να πας το βράδυ κρυφά ν' ανοίξεις την αυλόπορτα και να τον αφήσεις να φύγει, να μην μείνει μ' αυτόν· δεν ξέρω αν πράγματι το 'κανε. Του 'πα ύστερα και κάτι ιστορίες, δεν είχα και πολλές, μικρή ήμουνα, πολύ μικρή, του είπα, Μοχά, ήσουν ο πρώτος μου, και γέλασα απίστευτα, γέλασα πολύ, και μετά, είχα, τέλος πάντων, είχα πάλι όρεξη, ήθελα πάλι να ζήσω, ήθελα πολύ! Σηκώθηκα όρθια, τα πόδια μου όμως πια δεν με κρατούσανε, ξάπλωσα ξανά. Σύρθηκα ως το δέντρο, εκείνο το κυπαρίσσι που έλεγα, τέλος πάντων.. Αφηγήθηκα όλη την ιστορία της ζωής μου. Είπα, Μοχά, είσαι τώρα ο καλύτερός μου φίλος! Και γέλασα διπλά. 


  Ήτανε, όπως είπα, χειμώνας. Το χώμα στο ξέφωτο ακόμα λασπωμένο απ' τη χθεσινή βροχή, οι ώρες περνούσαν κι εγώ ξαπλωμένη περίμενα το αναπόφευκτο. Σκεφτόμουνα, λοιπόν, αυτό: όταν πλακώνει ο θάνατος, αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία. Αυτό, το είχα διαβάσει, είναι απ' τα γραπτά του Άσιμου. Κλισέ; Γελούσα, γελούσα με όλα, γελούσα και μ'αυτό, ίσως πια όχι φωναχτά, όμως, ναι.. Έλεγα, να λοιπόν, πώς και 'γω, είμαι και 'γω έτσι, τόσο ασήμαντη -και τότε το παρατήρησα· στην αρχή δεν μου 'κανε εντύπωση, όμως, μετά, τέλος πάντων.. Οι πατημασιές, λοιπόν, οι πατημασιές στο χώμα! Ήτανε μόνο από ένα ζευγάρι. Ένα ζευγάρι πόδια. Δεύτερο δεν υπήρχε. ΄

  Είχα έρθει μόνη. 
  Οι πιο πολλοί που καταγράφουν την ζωή στον θάνατό της, δεν το ξέρουν, και το νομίζουν αυτό ζωή. Έτσι έλεγε στο βιβλίο. 


 Κανέναν δεν ξανάδα· κανείς δεν ξέρω τι απέγινε. Αν έζησε ο Μανώλης ή όχι. Αν είναι τώρα ελεύθερος ο Λίβας, αν κάπνισε ο πατέρας μου στην κηδεία μου, αν, τελικά, ήτανε η φωτιά αυτοχειρία. Μόνο ο Μοχά, κάποτε, κάποια στιγμή, ήρθε κι άφησε στις ρίζες μου, μωβ κι άσπρα λουλούδια. 





https://www.youtube.com/watch?v=awYm_pDO4WI